Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αργοπορημένος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αργοπορημένος1 [arγoporiménos] ο, (& D αργοπορεμένος)
  • ① person who arrives late, late-comer (syn ο καθυστερημένος):
    • ο ~πέρασε πατώντας στις μύτες, για να μην ξυπνήσει κανέναν (Charis) |
    • η παράσταση θ' αρχίσει· σπρώχνονται στους διαδρόμους οι αργοπορημένοι (Petsalis) |
    • πού και πού η σκιά κάποιου αργοπορεμένου, που γλιστρούσε γοργά προς το σπίτι του (Karagatsis)
  • ② person who is behind the times, backward person (syn καθυστερημένος, οπισθοδρομικός):
    • τα νέα προβλήματα της ζωής δεν περιμένουν ούτε συγχωρούν τον ~(Papanoutsos)

[substantiv. m of αργοπορημένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοπορημένος2, -η, -ο [arγoporiménos] (& D αργοπορεμένος)
  • ① late, belated, delayed, tardy (syn καθυστερημένος):
    • ~διαβάτης, μαθητής, ταξιδιώτης, ύπνος |
    • αργοπορημένη αμυγδαλιά |
    • αργοπορημένη εμφάνιση, επέμβαση, συγνώμη |
    • αργοπορημένο καλοκαίρι, χιόνι |
    • αργοπορημένα άνθη, χελιδόνια |
    • ήρθαν, φτάσαν αργοπορημένοι |
    • είσαι ένας άγγελος, που απόμεινε ανάμεσό μας, αργοπορεμένος από τη νύχτα των Xριστουγέννων (Myriv) |
    • αργοπορημένος ο θάνατος τον πήρε κοντά του σε ηλικία ογδονταεφτά ετών (Kanellop) |
    • μερικοί αργοπορημένοι λαγοί βιάζονταν να γυρίσουν στα λημέρια τους (Karagatsis) |
    • μια οβίδα πέτυχε τον αργοπορημένο σ' επισκευές M. (ChZalokostas)
  • ② slow, languid (syn αργός2 2):
    • η φωνή του ήταν αργοπορεμένη, τρυφερή από τ' αποκάρωμα του ξαπλωταριού (Myriv) |
    • μια στροφή τραγουδιού, αργοπορημένη, καταπονεμένη (Panagiotop)

[ppp of αργοπορώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go