Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργοπορημένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αργοπορημένα [arγoporiména] adv
  • after a delay, belatedly (syn καθυστερημένα):
    • έφτασε ~ |
    • έρχεται τώρα ~ στη δημοσιότητα και το μέρος του Διαλόγου κλ (Tsatsos)

[der of αργοπορημένος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες