Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργοκίνητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αργοκίνητος, επίθ.
  • Bραδυκίνητος· νωθρός:
    • είσαι αργοκίνητη, αργή ώσπερ χελώνα (Διήγ. παιδ. 801).

[<επίρρ. αργά + κινούμαι. H λ. το 10.-11. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργοκίνητος -η -ο [arγokínitos] Ε5 : 1.που κινείται περισσότερο αργά από το συνηθισμένο ή το επιτρεπτό· αργός: Aργοκίνητο τρένο / πλοίο. 2. (μτφ., για πρόσ.) που ενεργεί με νωθρότητα, χωρίς βιασύνη: Mε τέτοιο αργοκίνητο βοηθό πώς να τελειώσει η δουλειά; (έκφρ.) αργοκίνητο καράβι, για κπ. που ενεργεί ή που αντιλαμβάνεται κτ. αργά.

[μσν. αργοκίνητος < αργο- + -κίνητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοκίνητος, -η, -ο [arγocínitos]
  • slow- moving, sluggish, laggard, tardy (syn αργοκούνητος, αργός2 2, αργοσάλευτος, L βραδυκίνητος, νωθρός):
    • ~γλάρος, καιρός, ποταμός, ρυθμός |
    • αργοκίνητη αλλαγή, μέρα, παλάμη, φωνή, χελώνα |
    • αργοκίνητο αίμα, ποδάρι, ρέμα, σύννεφο |
    • αργοκίνητες καλόγριες |
    • αργοκίνητα βήματα, κύματα, νερά, σκουλήκια, χέρια |
    • αργοκίνητη ζωή jog-trot life (syn phr μονότονη ζωή, ζωή ρουτίνας) |
    • αργοκίνητες συνομιλίες |
    • prov αργοκίνητο καράβι κάθε χρόνο και ταξίδι (referring to slowpokes) |
    • η κυβέρνηση φαίνεται να είναι ανεδαφική και αργοκίνητη |
    • καθώς ~είμαι και σχεδόν ακίνητος, δε μου δόθηκε η χάρη να επισκεφθώ, προσκυνητής, τον τάφο του Kαρκαβίτσα (Palam) |
    • μπροστά ο N., .. πίσω ο Στέφανος κοντόχοντρος, κοιλαράς, ροδοκόκκινος, ~, ανέβηκαν τα βραχάκια (Nirvanas) |
    • ο χρόνος γίνεται ολοένα και πιο ~, και πολλές φορές νομίζεις πως μένει ακίνητος όπως ο τόπος (Theodorakop) |
    • o ~, o σιωπηλός, ο χρυσοπράσινος σκαραβαίος .. από μονοπάτι σε μονοπάτι υφαίνει τελετουργικά τ' ανώφελα παραλληλόγραμμά του (Panagiotop) |
    • poem από τα θάμνα ανάμεσα σηκώνει το κεφάλι, | κοιτώντας μ' αργοκίνητη ματιά και λαμπερή (Sikel) |
    • από μακριά σας χαιρετούν της φοινικιάς τα τόξα, | κλαδιά σεμνά αργοκίνητα που τα σαλεύει η δόξα (Porphyras)

[fr MG (Διήγ. παιδιόφρ.) αργοκίνητος, cpd of αργο- & κινητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες