Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργοκίνητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αργοκίνητα [arγocínita] adv
  • in a slow moving manner, slowly, gradually (syn βραδυκίνητα):
    • η γλώσσα ενός μεγάλου συγγραφέα, όσο κι αν φαίνεται σταθερή, κατά βάθος ~αλλάζει (Theodorakop) |
    • θα καθίσω στο τιμόνι σιγανά, ~ (ZOikonomou)

[der of αργοκίνητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες