Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργο
167 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργο- [arγo] & αργό- [arγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. αργός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. δηλώνει ότι γίνεται με αργό ρυθμό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~θάνατος, ~κίνητος· ~πορώ, ~πορία. 2. δηλώνει ότι γίνεται άσκοπα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: αργόμισθος, ~μισθία.

[1: μσν. αργο- < θ. του επιθ. αργ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αργο-κίνητος· 2: λόγ. < αρχ. ἀργο- < θ. του επιθ. ἀργό(ς) `που δεν εκμεταλλεύεται το χρόνο του΄ ως α' συνθ.: ἀργο-ποιός `που προκαλεί τεμπελιά΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργο- [arγό]
  • 1st me of cpds, nouns, adjectives, verbs, and adverbs:
    • nouns, adjectives, verbs, adverbs αργογέννημα, αργογέννητος, αργοανασαίνω, αργογλίστρημα, αργογύριστος, αργοανεβαίνω, αργοδούλεμα, αργοδίνητος, αργοβασίλευε (ο ήλιος), αργοκύμα, αργόβρεξε, αργολάλημα, αργόκοβο (ποδάρι), αργοβυθίζεται, αργομίλημα, αργοκύμαντος, αργογεμίζω, αργοξημέρωμα, αργοκυματούσα, αργογίνουνταν (ο μύθος), αργοξύπνημα, αργοπαράδαρμα, αργολάμνουσα, αργογνέθεται, αργοδιαβάζω, αργοξεθύμαστος, αργοδιαλέγω, αργοφώτισμα, αργοπλάνητος, αργοδιανεύω, αργοχιόνισμα, αργοδινούνταν, αργοχτύπημα, αργόσειστος, αργοδιπλώνω, αργοσήμαντος, αργοδουλεύω, αργόγλυκα, αργόφταστος, αργοζυγώνω, αργόφωνα, αργοζώ, αργοθάβω, αργοθρύβω, αργοκαθίζω, αργοξεπουλιάζω, αργοσουρώνω, αργοκαμπανίζω, αργοξετυλίγω, αργοσπαράζω, αργοκαταλαβαίνω, αργοξηγώ, αργοκατασταλάζω, αργοκατεβάζω, αργοπαλεύω, αργοστηλώνω, αργοκεντώ, αργοστολίζω, αργοκατηφορίζω, αργοσχολώ, αργοσώνομαι, αργοκοιμούμαι, αργοκοκκινίζω, αργοπλαγιάζω, αργοταράζω, αργοκοντοζυγώνω, αργοπλανιέμαι, αργοτηρώ, αργοκουδουνίζω, αργοπλέκω, αργοραγίζω, αργοτραγουδώ, αργοκυματίζω, αργορουφώ, αργολαξεύω, αργοσαπίζω, αργοτρίζω, αργοσελώνω, αργοτρυπώ, αργολούζομαι, αργοσεργιανίζω, αργοτρώγω, αργομαραίνομαι, αργοϋφαίνω, αργομασουλίζω, αργοσηκώνομαι, αργοϋψώνω, αργοφέρνω, αργομεταλαβαίνω, αργοσκάβω, αργοφιλώ, αργοσκαλίζω, αργοχαράζει, αργομουγκαλιέμαι, αργοσκέβρωσα, αργοχορεύω, αργομουγκρίζω, αργοσκεπάζω, αργομπαινοβγαίνω, αργοσκίζω, αργοχωνεύω, αργονυχτώνει, αργοσουρίζω, αργοψιθυρίζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αργοβαδίζω [arγova∂ízo] prp αργοβαδίζοντας
  • walk slowly (syn αργοπατώ, αργοπερπατώ):
    • ανασαίνεις καθάριο, γλυκό αέρα, με το κέφι σου, αργοβαδίζοντας κι ονειροπλέκοντας (Psichari) |
    • είδε πως οι πέντε αυτοί, αργοβαδίζοντας στο μάκρος του σταθμού, είχαν χάσει πλέον τη ζωηρότητα που έδειξαν στο βαγόνι (Papantoniou) |
    • έπειτα, αργοβαδίζοντας, βγήκε έξω απ' το δωμάτιο (Spandonidis) |
    • προχωρήσανε αργοβαδίζοντας και φτάσανε στην κορφή του βράχου (Petsalis) |
    • ανάμεσα στους πεζούς αργοβαδίζουν τα γαϊδούρια των μικροπωλητών (Ouranis) |
    • από τη νύφη, που αργοβαδίζει προς τα δεξιά, έχουν σωθεί μόνο τα μαλλιά (με διάδημα) και τα σκέλη (Brouskari)

[cpd w. βαδίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοβάδιστος, -η, -ο [arγová∂istos]
  • walking slowly, slow-walking, plodding (syn αργοπάτητος, αργοπερπάτητος, near-syn αργοκίνητος):
    • η αφηγηματική πορεία των ελληνικών παραμυθιών, ακόμα και στα μακρά παραμύθια, δεν θυμίζει τ' αργοβάδιστα καραβάνια της Aνατολής (Loukatos) |
    • poem ένας ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν, | και πίσωθέ του ακλούθααν, μ' αλυσίδες | συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες (Sikel)

[cpd of αργο- & K βαδιστός (Arrian) (: AG βαδίζω); cf αβάδιστος, θεοβάδιστος, πολυβάδιστος etc]

[Λεξικό Κριαρά]
αργοβήματα τα.
  • Aργά βήματα:
    • (Θησ. E´ [311]).

[<επίθ. αργός + ουσ. βήμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοβουλιάζω [arγovuljázo] (& Kazantz αργοβουλιάω) aor αργοβούλιαξα
  • sink slowly:
    • oι ναυτικοί είδαν το πλοίο τους να αργοβουλιάζει στα νερά του Λιβυκού πελάγους |
    • σα μαραμένο γιορντάνι γιορτερό αργοβουλιάξανε μέσ' τα νερά της Προποντίδας οι αποστερνές σκιές της νοτισμένης νύχτας (Petsalis) |
    • poem .. θωρούσε το παλάτι | στη στοιβαχτή ν' αργοβουλιάει βροχή .. (Kazantz Od 7.135)

[cpd w. βουλιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργογεννιέμαι [arγoyenjéme]
  • ome into existence slowly:
    • είναι ο θρύλος που αργογεννιέται γύρω απ' τ' όνομά του (Karagatsis) |
    • έρχονται .. κάθε μέρα καινούργιοι γραικοί, αργογεννιέται κι απλώνει μια πιο δική τους συνοικία, το Φανάρι (Petsalis)

[cpd w. γεννώ/γεννιέμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργογέρνω [arγoyérno] ipf αργόγερνα
  • lean, bend, incline slowly or ponderously (near-syn αργολυγίζω):
    • poem και το ούρμο αργόγερνε κεφάλι του και το μονιά θωρούσε (Kazantz Od 19.285) |
    • κι ασάλευτη να στέκομαι σιμά στο κυπαρίσσι, | σαν αργογέρνει την κορφή σε σχήμα προσευχής (Myrtiotissa)

[cpd w. γέρνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργογλιστρώ [arγoγlistrό]
  • slide or slip slowly:
    • απ' τα θαμπά τζάμια του παραθυριού το φεγγαρήσιο φως αργογλιστράει στην κάμαρα (Myrtiotissa) |
    • κάθε φορά που αργογλιστρά το δειλινό εδώ πέρα, | δεν είναι το βασίλεμα που με γλυκομεθά (Palam) |
    • μια σα θλιμμένη Παναγιά περνά χλωμή ..|..| άλλο αεράκι αργογλιστρά πρωινό στη χλόη απάνω (KChatzop) |
    • γόντολες πάνε κ' έρχονται κι αργογλιστρούν βαριά (Myrtiotissa)

[cpd w. γλιστρώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργογυρίζω [arγoyirízo] (& αργογυρνώ) ipf αργογύριζα
  • turn slowly:
    • πάνω στο λόφο της Άγιας Άννας αργογυρίζαν τα φτερά των ανεμόμυλων (KPolitis) |
    • ο πόνος κ' η αμφιβολία, οι δυο αυτές μυλόπετρες που αργογυρίζει ο χρόνος (Evelpidis) |
    • δίπλα, στην ανθρακιά με την πολλή τη χόβολη γυρνάει, αργογυρνάει η σούβλα (Petsalis)

[cpd w. γυρίζω/γυρνώ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες