Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργιλο- [arjilo] & αργιλό- [arjiló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αργιλ- [arjil], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. άργιλος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. σε σύνθετα ουσιαστικά: αργιλόχωμα, ~πλαστική. 2. σε σύνθετα κτητικά επίθετα: αργιλούχος.
[λόγ. θ. του ουσ. άργιλ(ος) -ο-]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργιλοθερμία [aryiloθermía] η, (sp. also αργιλλοθερμία) metall.
- thermit welding, aluminothermy (syn phr συγκόλληση με θερμίτη)
[fr kath αργιλοθερμία, cpd of άργιλος w. combin form -θερμία; cf υποθερμία etc]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργιλοθερμικός, -ή, -ό [aryiloθermikós] (sp. also αργιλλοθερμικός)
- :
- phr αργιλοθερμική μέθοδος aluminothermic process
[der of *αργιλόθερμος w. suff -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργιλόκολλα [aryilόkola] η,
- mixture of fine clay, water and gum arabic used in pottery as cement for handles and other applied parts, slip
[cpd w. κόλλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αργιλοπλαστική η [arjiloplastikí] Ο29 : η τέχνη της κατασκευής αντικειμένων από άργιλο.
[λόγ. αργιλο- + πλαστική, θηλ. του πλαστικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άργιλος η [árjilos] Ο36 & άργιλος ο [árjilos] Ο19 : χώμα από μικρούς κόκκους, συνήθ. υπόλευκο ή κοκκινωπό, που χρησιμοποιείται στην αγγειοπλαστική: Kεραμική ~.
[λόγ. < αρχ. ἄργιλ(λ)ος ἡ· μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άργιλος [áryilos] ο, η, (sp. also άργιλλος) (L)
- clay, argil (syn πηλός):
- φλέβα αργίλου |
- ~αγγειοπλάστου potter's clay |
- ψητή ~ terracotta |
- μεταχειρίστηκαν στη Mεσοποταμία πλάκες από άργιλο, όπου εύκολα μπορούσαν να χαράξουν τα σφηνοειδή στοιχεία (Evelpidis) |
- έπλασε με τα χέρια του ένα πρόπλασμα από άργιλο (Kanellop) |
- κάτασπροι ήσαν οι τοίχοι, και το χωματένιο πάτωμα χρισμένο με άργιλο κιτρινωπό (Karagatsis) |
- μαζί με τα νεκρικά είδωλα έπλαθαν και την Aφροδίτη από άργιλο (ChZalokostas) |
- poem .. ήταν αυτό που γύρευα |..| και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ' ουρανού | κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο (Elytis) |
- στο φωτεινό και κάτασπρο θενά μου βάλουν μνήμα | τον άργιλο που θα πλαστεί σε σχήμα περιστέρας (Myrtiotissa)
[fr kath άργιλος ← AG ἄργιλ(λ)ος]
- clay, argil (syn πηλός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργιλούχος, -α, -ο [aryilúxos] (sp. also αργιλλούχος) (L)
- of, relating to, or containing clay, argillaceous, clayey, loamy (syn αργιλικός 1, L αργιλώδης):
- phr αργιλούχο βωξιτικό υλικό
[fr kath (neol Koumanoudis) αργιλούχος, der of άργιλος w. suff -ούχος]
- of, relating to, or containing clay, argillaceous, clayey, loamy (syn αργιλικός 1, L αργιλώδης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργιλόχωμα [aryilόxoma] το, (sp. also αργιλλόχωμα)
[fr kath (neol Koumanoudis) αργιλ(λ)όχωμα, cpd of άργιλος & χώμα]