Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργαλειό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργαλειό το [arγaló] Ο38 : (λαϊκότρ.) αργαλειός.

[αρχ. ἐργαλεῖον (σχήμα “κατ' εξοχήν”) > ελνστ. ἀργαλεῖον (υποχωρ. αφομ. e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar]) > αργαλειό (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αργαλείον το,
βλ. εργαλείον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργαλειός ο [arγalós] Ο17 : μηχανική κατασκευή, το κύριο εργαλείο με το οποίο υφαίνουν (σε σπίτια ή σε εργοστάσια)· υφαντικός ιστός: Όρθιος / καθιστός / χειροκίνητος / μηχανοκίνητος ~. Yφαίνω / κάθομαι στον αργαλειό. Kουβέρτα υφασμένη στον αργαλειό.

[μεταπλ. του ουδ. αργαλειό σε αρσ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργαλειός [arγaljós] ο, (& αργαλειό το)
  • ① weaving loom (syn αργαστήρι 3, γούβα, κρεβαταριά, λάκκος):
    • καθιστός, κρεμαστός, στητός, ριχτός, ~ |
    • ~ του λάκκου |
    • ~ ταπητουργίας tapestry loom |
    • ύφασμα or πανί του αργαλειού homespun cloth (syn υφαντό) |
    • ετοιμάζω, ρίχνω, στήνω αργαλειό (syn phr βάνω αργαστήρι) |
    • κάθομαι στον αργαλειό I start weaving |
    • gnom το κέντημα είναι γλέντημα κ' η ρόκα είν' σεργιάνι | κι ο ~είναι σκλαβιά, σκλαβιά πολύ μεγάλη |
    • η ανυφάντρα χτυπούσε το πέταλο του αργαλειού κ' έκανε να σουρίζει το μασούρι της (Prevelakis) |
    • όνειρο θείο που τ' ονειρεύτηκε το ζεύγος Σικελιανού, εκείνος από μια κορφή του Παρνασσού, εκείνη σκυμμένη πάνω στον αργαλειό της (Myrtiotissa) |
    • συλλογιέμαι τ' αργαλειά του εργοστασίου σας (Karagatsis) |
    • folks. μα πήγαν και την ηύρανε στον αργαλειό κ' υφαίνει (DPetrop) |
    • poem ο ~μας ήτανε το μόνο μας σχολείο (Palam) |
    • .. όλη 'ναι η θάλασσα ~, κ' η Kρήτη κάθεται κ' υφαίνει (Kazantz Od 5.355) |
    • .. στη γωνιά, ο ~ της | γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές .. (Ritsos)
  • ② penis
  • ③ fish. dragnet for shellfish:
    • τόσο το βγάλσιμο των στρειδιών απ' τους βυθούς όσο και το πιάσιμο των χτενιών στους βυθούς με τον αργαλειό, λέγεται στρειδεύω (Mammelis) |
    • αυτός ο ~ είναι ένα μεγάλο σιδερένιο χτένι, στερεωμένο σε γερό σκελετό που καταλήγει σε χαλκά (Potamianos) |
    • ο ~, η σκούπα που σαρώνει το βυθό και μαζεύει αχηβάδες και κυδώνια (id.)

[fr MG (Machairas) αργαλείον ← MG (Kriaras' Lex) εργαλείον bes (pap) αργαλείον ← AG ἐργαλεῖον; αργαλειός m after syn ιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες