Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργάς, επίρρ.,
- βλ. αργά.
- άργαση [árγasi] η, region.
- tannage, tanning, puring (syn άργασμα):
- θέλει ~το πετσί
[der of έργαση (Syros, Tenos), this fr MG (Kriaras' Lex) έργαση (also in texts of Turkokratia) ← *έργασις, der of εργάζω (-ομαι)]
- tannage, tanning, puring (syn άργασμα):
- άργασμα [árγazma] το, s. άργαση
- :
- ~δερμάτων |
- το δικό μας το τομάρι θέλει ~ (Papadiam)
[der of αργάζω]
- αργασμένος, -η, -ο [arγazménos]
- ① tanned, paddled, curried (syn αργαστός, κατεργασμένος):
- αργασμένο πετσί, τομάρι |
- η μάνα βάζει το νεκρογέννητό της σε μια τραγατζίκα, μια σακκούλα από αργασμένο τομάρι (Venezis) |
- τα στρογγυλά τους πρόσωπα, που έμοιαζαν μ' αργασμένα δέρματα (Ouranis)
- ⓐ fig inured, hardy, hardened, tough, rough (syn σκληραγωγημένος):
- και πιο κάτω δυο χοντρές αργασμένες χερούκλες κρατούσαν το τιμόνι (Kazantz) |
- ήταν ένας κουρσάρος, ψηλός, χοντρός και βαρύς, μ' αργασμένο τομάρι (Panagiotop) |
- η θωριά της ξεκόβεται στεγνή, μοναστική, αργασμένη από το χαλάζι και το λιοπύρι (Terzakis) |
- ο καπτάν-Nικόλας με τα φρύδια και τα μαλλιά κομμάτι ξανθισμένα απ' τον ήλιο και την άρμη, .. και τη σκληρή φάτσα αργασμένη απ' το κύμα (Zappas) |
- poem και μεροκαματιάρηδες, με το πετσί αργασμένο, | κι από τα μακεδονικά βουνά κι από της Θράκης | τους κάμπους .. (Palam) |
- εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στα αργασμένα μπράτσα (Ritsos) |
- χάλκινο άστραφτε το δέρμα σου αργασμένο | απ' τον ήλιο, τον αέρα, τη βροχή (Lefkis)
- ② plowed (syn οργωμένος):
- γη αργασμένη, χωράφι αργασμένο
[ppp of αργάζω, this fr εργασμένος or οργασμένος]
- ① tanned, paddled, curried (syn αργαστός, κατεργασμένος):
- αργαστηράκι [arγastiráci] το,
- small workshop, little shop (syn μικρό εργαστήρι, μαγαζάκι)
[der of αργαστήρι]
- αργαστήρι το [arγastíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το εργαστήρι.
[μσν. αργαστή ρι(ον) < αρχ. ἐργαστήριον με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar] ]
- αργαστήρι [arγastíri] το,
- ① workshop (syn L εργαστήριο):
- το σπίτι του κυρ-Aναστάση δεν ήταν μόνο σπίτι, κατοικία, ήταν και μαγαζί και ~(Xenop) |
- μπήκε στη χωματοποιημένη μονάχη κάμαρα, που σε μια γωνιά της ήτανε στημένο τ' ~ του γερομαραγκού (Petimezas-L) |
- δε θα μπορούσε ν' αποκριθεί το πώς άφησε το σπίτι του, το μαγαζί του, το γραφείο του, τ' ~ του .. για να 'ρθει εδώ πάνω (ADoxas) |
- ακούγεται και το σφυρί του σιδερά, που άνοιξε το ~ του και πήρε να μερεμετίζει τα σύνεργα του ζευγά (Prevelakis) |
- poem στην εκκλησιά, στον κλίβανο, τ' αποκαΐδια, οι στάχτες! (Palam) |
- η σάπια σάρκα ας κατεβεί στη γης, στο μέγα το ~, | σε νέα βαθιά καλούπια να χυθεί, .. (Kazantz Od 15.1012) |
- ποιος θα προσφέρει περισσότερα νομίσματα | κομμένα στ' ~ της αγάπης (GTsoutis)
- ② building or room stocked w. merchandise for sale, shop, store (syn πρατήριο L, εμπορικό, μαγαζί):
- οι παλαιοί ανοίγανε πρωί πρωί τ' αργαστήρια |
- prov τ' ~θέλει κουτσό νοικοκύρη the store needs s.o. who does not move about but stays there all the time (IVenizelos)
- ⓐ usu pl αργαστήρια τα, place of sale and purchase, market (syn αγορά 2)
- ③ weaving loom (syn in αργαλειός 1):
- phr βάνω ~ (syn phr ετοιμάζω, ρίχνω αργαλειό) |
- δεν ξέρει ~| gnom όποια θέλει να γεράσει | ~ν' αγοράσει
[fr postmed, MG αργαστήρι ← αργαστήριον (Chios) ← PatrG, K (also pap), AG ἐργαστήριον]
- ① workshop (syn L εργαστήριο):
- αργαστήρι(ν) το,
- βλ. εργαστήριο(ν).
- αργαστηριάρης [arγastirjáris] ο, pl αργαστηριάρηδες & αργαστηριαραίοι
- ① craftsman, handicraftsman, artisan (syn βιοτέχνης, τεχνίτης):
- οι αργαστηριάρηδες προβέλναν στο κατώφλι τους, κι άλλοι αγόραζαν, άλλοι γύριζαν αμίλητοι στον μπάγκο τους (Prevelakis) |
- τα δίστρατα κ' η πλατεία του ήταν μπουκωμένα από τους πραματευτάδες και τους αργαστηριάρηδες (id.) |
- poem τσοπάνηδες, πραματευτές, ο ~, τρέχουν, | κονίσματα, ξαφτέρουγα, κρατάνε και λαμπάδες (Palam)
- ② shopkeeper (syn έμπορος, παντοπώλης):
- ο ~ είναι σφαλιστός |
- prov ο ~ πρέπει να 'χει κοιλιά μεγάλη και τρύπια αφτιά the shopkeeper must be very patient w. the clients (IVenizelos) |
- αραδαριά στο παζάρι οι αργαστηριαραίοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια χωρίς δουλειά (Krystallis) |
- folks. βρίσκει την πόρταν ανοιχτή, την πόρταν ανοιγμένη, | βρίσκει τη μάνα κ' έπαιζε με τον αργαστηριάρη (Pelop)
[fr postmed (Somavera) αργαστηριάρης ← εργαστηριάρης (Chios), der of εργαστήριν]
- ① craftsman, handicraftsman, artisan (syn βιοτέχνης, τεχνίτης):
- αργαστός, -ή, -ό [arγastós] region. (Sterea,
- Kastoria, Lex of Ainian) tanned, paddled, curried (syn αργασμένος, L κατεργασμένος):
- δέρμα αργαστό
[der of *οργαστός, der of οργάζω]
- Kastoria, Lex of Ainian) tanned, paddled, curried (syn αργασμένος, L κατεργασμένος):