Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρβύλα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρβύλα η [arvíla] Ο25 : 1.είδος στρατιωτικού υποδήματος με κορδόνια, που το ύψος του φτάνει περίπου ως το μέσο της κνήμης και που συνήθ. φοριέται μαζί με τη φόρμα εργασίας. 2. (ειρ.) άκομψο, χοντροκαμωμένο παπούτσι. ΦΡ ράδιο ~, φήμες, ειδήσεις που κυκλοφορούν πλατιά, αλλά που δεν προέρχονται από επίσημη ή αξιόπιστη πηγή.

[λόγ. < αρχ. ἀρβύλ(η) μεταπλ. με βάση τον πληθ. αρβύλαι ίσως κατά το μπότα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρβύλα [arvíla] η, pl αρβύλες,
  • heavy military boot, combat boot (syn άρβυλο):
    • phr φόρεσα τις αρβύλες be drafted for service in the armed forces |
    • ο Kωνστανταράκος έκατσε χάμω κ' έβγαλε την ~του (Valtinos) |
    • οι αρβύλες που τους δώσανε χωρίς να τις δοκιμάσουν .. τους πλήγωναν τα πόδια (ChZalokostas) |
    • έβγανε τις αρβύλες του και τις άφησε έξω μαζί με την ξιφολόγχη του (AKampas) |
    • ένοιωθα να δρασκελάνε το πτώμα μου αρβύλες ξένες (Giakos) |
    • γονάτισε και του έβγαλε μία-μία τις αρβύλες (Koumantareas)

[fr kath αρβύλη ← AG ἀρβύλη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρβυλάδικο [arvilá∂iko] το,
  • factory or store where military boots are made or sold

[cpd of αρβύλα w. suff -άδικο; cf καπελάδικο, ψωμάδικο etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρβυλάς [arvilás] ο,
  • military boot-maker (syn αρβυλοποιός)

[der of αρβύλα; cf καπελάς, παπουτσάς etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες