Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραχνοΰφαντος -η -ο [araxnoífandos] Ε5 : που είναι εξαιρετικά λεπτός, σαν τον ιστό της αράχνης: Aραχνοΰφαντο πέπλο / ύφασμα.
[λόγ. αράχν(η) -ο- + υφαν- (υφαίνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραχνοΰφαντος, -η, -ο [araxnoífandos] (& Sikel αραχνόφαντος)
- ① finely woven, delicate, gauzy, gossamer (syn αραχνοκαμωμένος, αραχνόπλεχτος, αραχνός 2, αραχνοϋφασμένος, near-syn διαφανής):
- ~πέπλος, χιτώνας |
- αραχνοΰφαντη στολή |
- αραχνοΰφαντο μαγνάδι, μαντήλι, νυχτικό, σεντόνι, πανί, ύφασμα |
- αραχνοΰφαντες δαντέλες, μαντήλιες |
- αραχνοΰφαντες τουαλέτες και κομψά φράκα γέμιζαν τα βράδια το φιλόξενο σπίτι (Louros) |
- οι αραχνοΰφαντες γκρι κάλτσες της κάνανε μια γάμπα προκλητική (Tsirkas) |
- σε πολλά μέρη δε, έχουν τις κεντημένες από χρυσάφι, πάνω σε πολύ ψιλό αραχνοΰφαντο μεταξωτό, εσάρπες (Stratou) |
- poem καταχνιά ασυγνέφιαστης | αυγής μες στο χειμώνα, | ζώνη αραχνοΰφαντη | γύρω στον Παρθενώνα (Palam) |
- αρραβωνιαστικιά | που υφαίνεις τ' αραχνόφαντο κεφαλοπάνι σιωπηλά (Sikel) |
- πουκάμισο αραχνοΰφαντο της σκέπαζε τα κάλλη (Karyotakis)
- ② fig having a delicate or subtle quality, fine (near-syn λεπτός):
- πολλά από τα τραγούδια του Σκίπη είναι αριστοτεχνικές, αραχνοΰφαντες μελωδίες (Chatzinis) |
- ο Άγρας μας έδωσε στον τομέα της ποίησης τα εξαίσια, τα αραχνοΰφαντα ποιήματά του (id.)
[fr kath (neol Koumanoudis) αραχνοΰφαντος, cpd of αράχνη & υφαντός]
- ① finely woven, delicate, gauzy, gossamer (syn αραχνοκαμωμένος, αραχνόπλεχτος, αραχνός 2, αραχνοϋφασμένος, near-syn διαφανής):



