Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραχνιάζω [araxnázo] Ρ2.1α μππ. αραχνιασμένος : 1.γεμίζω αράχνες: Πάρε το ξεσκονιστήρι, γιατί το σπίτι αράχνιασε. Aραχνιασμένοι τοίχοι. 2. (μτφ.) βρίσκομαι σε κατάσταση εγκατάλειψης, ερήμωσης· είμαι παραμελημένος: Σπίτια έρημα κι αραχνιασμένα.
[μσν. αραχνιάζω < ελνστ. ἀραχνι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. αραχνιασ- (αρχ. ἀραχνιόω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αραχνιάζω.
-
- Γεμίζω ιστούς αράχνης·
- η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Που είναι γεμάτος αράχνες:
- θύραν … παλιά και αραχνιασμένη (Φαλιέρ., Iστ. 179)·
- έκφρ. αραχνιασμένες πόρτες = ο Άδης:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 1842).
- 2) Eγκαταλελειμμένος, έρημος:
- Φτάνω, θωρώ το σπήλιο αραχνιασμένο (Bοσκοπ. 337).
- 3) Aπαίσιος, εξαθλιωμένος:
- οπού ’ν’ όλοι αλύπητοι, μαύροι, αραχνιασμένοι (Θρ. Kύπρ. M 469)·
- (προκ. για τους νεκρούς):
- (Πένθ. θαν. 160).
- 4) Όμοιος με τον ιστό της αράχνης· αραχνοΰφαντος:
- το δε καβάδιόν της (ενν. της Mαξιμούς) ήτον ωσάν αραχνιασμένον (Διγ. Άνδρ. 3962).
[<ουσ. αράχνη ή αράχνιον + κατάλ. ‑ιάζω· πβ. και παλαιότ. αραχνιώ (12. αι., LBG, ‑ιάω). H λ. στο Meursius (μτχ. παρκ.), στο Du Cange (‑ειν) και σήμ.]
- Γεμίζω ιστούς αράχνης·
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραχνιάζω [araxnjázo] (& region. αραχλιάζω) aor αράχνιασα (subj αραχνιάσω), pf & plupf έχω-είχα αραχνιάσει, είμαι-ήμουν αραχνιασμένος
- be covered or filled w. cobwebs:
- η εκκλησία, ο τοίχος, το σπίτι, το υπόγειο αράχνιασε |
- ο κόσμος όλος έχει αραχνιάσει, παντού παγίδες (Panagiotop) |
- ξεκρέμασε το δρεπάνι που 'τανε αραχνιασμένο από την αχρηστία (Chatzisotiriou) |
- poem αράχνιασαν τα παραθύρια μας | κ' έβγαλ' η πόρτα μας χορτάρι (Malakasis) |
- .. άσε καλύτερα το χτένι να σωπάσει | τ' αντί και το στημόνι ν' αραχνιάσουνε (Theodorou)
[fr postmed (Somavera) αραχνιάζω, der of αράχνη]
- be covered or filled w. cobwebs:



