Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άρατος, επίθ.
-
- (Mε τα ρ. γίνομαι και ποιώ) άφαντος:
- να ορίσει (ενν. ο αετός) να γενείς άρατον (ενν. σύ, ποντίκιν) εκ τον κόσμον (Πουλολ. 214· Θρ. Kων/π. διάλ. 20).
[<προστ. αορ. του αίρω στην εκκλ. έκφρ. «άρατε πύλας». H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Mε τα ρ. γίνομαι και ποιώ) άφαντος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρατος, -η, -ο [áratos]
- unseen, invisible:
- phr έγινε ~ he (ran away and) vanished (syn έγινε άφαντος)
[fr postmed, MG άρατος (Poulol., Threnos C/ple), der of K phr ἄρατε (πύλας) (Psalm. 23.7)]
- unseen, invisible: