Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρασέ το [arasé] Ο (άκλ.) : (αθλ.) κίνηση στην άρση βαρών, με την οποία ο αθλητής προσπαθεί να τα σηκώσει σε δύο χρόνους· (πρβ. ζετέ).
[λόγ. < γαλλ. arraché]



