Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραποσιτιά [arapositjá] η, region. (Pelop, Epir) agric
- corn-plant or corn-stalk (syn καλαμποκιά):
- η γελάδα άρχισε να τρώει κάθε φασουλιά που 'τανε με κάθε ~πλεμένη (Vlachogiannis)
[der of αραποσίτι w. suff -ιά]
- corn-plant or corn-stalk (syn καλαμποκιά):



