Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραπάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αραπάκι [arapáci] το,
  • ① little black boy or little Arab (syn αραπόπουλο, μαυράκι):
    • το αγόρι ήταν σαν ~απ' τον ήλιο κι απ' τη σκόνη (Sfakianakis, adapted) |
    • προσεβλήθη στη Bηρυτό από εξανθηματικό τύφο, που της μεταδόθηκε από ένα άρρωστο μικρό ~ (Skouzes) |
    • το ρυμουλκό φαίνεται σαν ~, που ζάρωσε στα πόδια ενός άσπρου γίγαντα (DOikonomidis) |
    • δε θα λησμονήσω ένα μελίσσι αραπάκια, που παταγούσαν ανάμεσα στα περιστέρια (Panagiotop)
  • ② doll depicting a black man:
    • μας υποδέχτηκαν ένα πλήθος παιχνίδια, κουτσά ξύλινα αλογάκια, αραπάκια με βγαλμένα μάτια (Karantonis)
  • ③ fig dark-skinned or tanned child:
    • τα παιδιά γύρισαν από την κατασκήνωση αραπάκια
  • ④ usu pl αραπάκια τα, liquorice candy-beans

[dimin of αράπης w. suff -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες