Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραμαϊκή [aramaicí] η, (L) = αραμαϊκά
- :
- η Mαλούλα είναι το μόνο σημείο στον κόσμο, που εξακολουθεί να ζει η αρχαία ~,η γλώσσα που μιλούσε ο Xριστός (Theotokas)
[fr kath (neol) αραμαϊκή (sc γλώσσα), substantiv. f of αραμαϊκός; cf αγγλική, αραβική etc]



