Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραμαϊκά [aramaiká] τα, (L)
- the Aramaic language, Aramaic (syn αραμαϊκή):
- η γλώσσα αυτή είναι σημιτική, ανήκει δηλαδή στην ίδια οικογένεια με τα εβραϊκά, φοινικικά, ουγαριτικά και ~(Chatzimichali) |
- του θέτει ερωτήματα στα ~ (Thetokas)
[fr kath (neol) αραμαϊκά (sc γράμματα), substantiv. n pl of αραμαϊκός; cf αγγλικά, αραβικά etc]
- the Aramaic language, Aramaic (syn αραμαϊκή):



