Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραιότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραιότητα η [areótita] Ο28 : η ύπαρξη κενών διαστημάτων (στο χώρο, στο χρόνο ή στη σύσταση πραγμάτων). ANT πυκνότητα: H ύπαρξη ερήμου εξηγεί την ~ του πληθυσμού της περιοχής. Σε μεγάλα ύψη η ~ της ατμόσφαιρας δυσκολεύει την αναπνοή.

[λόγ. < αρχ. ἀραιότης, αιτ. -ητα `πωρώδης σύσταση΄ κατά τη σημ. της λ. αραιός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραιότητα [areόtita] η, (L)
  • ① sparseness, thinness (ant πυκνότητα):
    • η τρομακτική αυτή ~του πληθυσμού οφείλεται στους κλιματολογικούς λόγους
  • ② lack of density, thinness (ant πυκνότητα):
    • η ~της ατμόσφαιρας είναι πολύ αισθητή (Theotokas)

[fr kath αραιότης ← K, AG ἀραιότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες