Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραιωτικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αραιωτικό [areotikό] το, (L)
  • diluting agent, thinner, diluent (near-syn διαλυτικό)

[fr kath (neol) διαλυτικόν, substantiv. n of αραιωτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραιωτικός -ή -ό [areotikós] Ε1 : που προκαλεί αραίωση. || (ως ουσ.) το αραιωτικό, ουσία που χρησιμοποιείται κυρίως στη χρωματουργία για να κάνει τα χρώματα πιο εύχρηστα.

[λόγ. < ελνστ. ἀραιωτικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραιωτικός, -ή, -ό [areotikós] (L)
  • diluting, rarefying, thinning (near-syn διαλυτικός):
    • αραιωτικό υγρό |
    • η απορροφητικότητα και η αραιωτική ικανότητα του Σαρωνικού μικραίνει

[fr kath αραιωτικός ← LK ἀραιωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες