Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραιοκατοικημένος -η -ο [areokatikiménos] Ε3 : που κατοικείται αραιά, που έχει λίγους κατοίκους: Οι ορεινές περιοχές της χώρας είναι αραιοκατοικημένες.
[λόγ. αραι(ά) -ο- + κατοικημένος μππ. του κατοικώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραιοκατοικημένος, -η, -ο [areokaticiménos] (& infreq αραιοκατωκημένος) (L)
- thinly populated, sparsely inhabited (near-syn ολιγάνθρωπος, ant πυκνοκατοικημένος):
- ~οικισμός |
- αραιοκατοικημένη περιοχή, πόλη, χώρα |
- αραιοκατοικημένο νησί |
- αραιοκατοικημένη η πρωτεύουσα τις μέρες των μεγάλων εορτών (Palaiologos) |
- το αραιοκατοικημένο χωριό έμοιαζε μ' αμπελοχώραφο (TAthanasiadis) |
- το λεγόμενο αριστοκρατικό Kολωνάκι ήταν αραιοκατοικημένο ως την πλατεία του (Skouzes) |
- o νομός Eυρυτανίας είναι ο περισσότερο αραιοκατωκημένος νομός της Eλλάδος (PVasileiou)
[ppp of αραιοκατοικούμαι]
- thinly populated, sparsely inhabited (near-syn ολιγάνθρωπος, ant πυκνοκατοικημένος):



