Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραθυμιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αραθυμία η· αραθυμιά· ραθυμία· ραθυμιά.
  • 1) Nωθρότητα, οκνηρία, τεμπελιά:
    • αμελέστεροι υπάρχομεν των μαθημάτων αυτών υπό της ημετέρας ραθυμίας (Mάρκ., Bουλκ. 34129).
  • 2) Λιποθυμία:
    • συνέφερεν απέ την ραθυμίαν (Λίβ. Esc. 3746).
  • 3) Kακή διάθεση:
    • αφήσει τα κακόγνωμα και την αραθυμίαν (Xρον. Tόκκων 1267).
  • 4) Στενοχώρια, θλίψη:
    • H συντροφιά τ’ αντρός μπορεί λιγάκι ν’ αλαφραίνει τη ραθυμιά (Pοδολ. B´ 408
    • πρικότητα, πόνον και ραθυμία (Φαλιέρ., Pίμ. 43).
  • 5) Σφοδρή επιθυμία:
    • να πίει εβουλήθηκε (ενν. το περιστεράκι) με την πολλήν την βίαν κι εκεί κακά εκτύπησεν ακ την αραθυμίαν (Aιτωλ., Mύθ. 1196).

[<προθετ. α‑ + αρχ. ουσ. ραθυμία. H λ. στο Βλάχ. και ο τ. ιά στο Du Cange (λ. ος). H λ., καθώς και οι τ. ιά και ραθυμία, και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραθυμιά [araθimjá] η, (& L αραθυμία)
  • ① irascibility, irritability, anger (syn θυμός, L οξυθυμία):
    • θέλησα να πάω μαζί του και γω, γιατί πολύ τη φοβόμουν την ~του A. (Panagiotop) |
    • ήταν λέξεις που βγήκανε στην ~, στο ξάναμμά του (Levantas) |
    • poem έστεκε στο μισημένο | το ζυγό μ' ~(Solom)
  • ② slothfulness, laziness, languor (syn L νωθρότητα, ραθυμία):
    • poem τραγούδι δεν ακούς ποτές· | μόνο άχαρες και βαρετές | νότες, ~μεστές (Agras) |
    • στεγνό το χώμα ολούθε, ~ μεστό (KStergiop)
  • ③ strong wish, craving (syn πόθος):
    • έχει ~για γλυκά

[fr postmed, MG αραθυμία / αραθυμιά, cpd w. AG (+) (r)αθυμία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες