Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραδιαστός -ή -ό [araδjastós] Ε1 : τοποθετημένος στη σειρά, σε (ευθεία) γραμμή· αραδιασμένος.
αραδιαστά ΕΠIΡΡ. [αραδιασ- (αραδιάζω) -τός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραδιαστός, -ή, -ό [ara∂jastós]
- spread out, laid out, ranged, arranged (syn αραδιασμένος, ant αράδιαστος):
- βαρέλια, δέντρα, καΐκια, κουπιά, κύματα, παράθυρα |
- τους είχε όλους [τους οδηγούς της Eλβετίας] μπροστά του αραδιαστούς, μαζί με όσα βιβλία δημοσιευτήκανε απάνω στη Λωζάνα (Psichari) |
- γέλασε δείχνοντας μαργαριτάρια αραδιαστά σε κόκκινο ατλάζι, τα δόντια ανάμεσα στα χείλη της (Drosinis) |
- οι Kρητικοπούλες κατέβαιναν αραδιαστές από το στερνό τους μονοπάτι (Eftaliotis) |
- αραδιαστοί στα λίγα φορεία οι τραυματίες, άλλοι βογγούσαν κι άλλοι κοιμόντουσαν (ADoxas) |
- poem οι γόνδολες αραδιαστές καμαρωτά περνάνε (Karyotakis)
[der of αραδιάζω]
- spread out, laid out, ranged, arranged (syn αραδιασμένος, ant αράδιαστος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αράδιαστος, -η, -ο [ará∂jastos]
- not laid out, not arranged (ant αραδιαστός):
- αράδιαστες καρέκλες |
- αράδιαστο νερό undistributed irrigation water
[der of αραδιαστός w. shift of accent in place of *αναράδιαστος; cf άγγιχτος, ανάπιαστος, αράδωτος etc]
- not laid out, not arranged (ant αραδιαστός):



