Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραδιαστά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αραδιαστά [ara∂jastá] adv
  • ① one after another, in a row, in line (syn in αράδα 1):
    • τα παιδιά σκύβαν στα θρανία της τάξης ~(Palamas) |
    • τα αεροπλάνα άδειασαν τις βόμβες τους ~ ανάμεσα στους βράχους (Myriv) |
    • ένα κοπάδι κουρελήδες καθόντουσαν ~ και σπάζανε χαλίκι (Prevelakis) |
    • χουρμαδιές, βαλμένες ~, χωρίς προοπτική (Panagiotop)
  • ⓐ ~~ one after another, in a row, consecutively:
    • τα παρασμένα του αρχίσανε να περνούν από τη σκέψη του ~~ (Nikolaidis)
  • ② in turn, consecutively (syn in αράδα αράδα 2):
    • poem .. γέρνει ~| σε καθεμιάν ελληνική μεριά (Palam)
  • ③ all the time, continuously (syn in αράδα 2):
    • η γυναίκεια φωνή δε σώπαινε, τα λόγια βγαίνανε ~(KPolitis)

[fr postmed (Somavera) αραδιαστά, der of αραδιαστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες