Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραβικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αραβικός, επίθ.· αράβικος.
  • Που προέρχεται από την Aραβία ή που ανήκει στην Aραβία:
    • κατά τον αραβικόν νόμον (Δούκ. 874
    • αραβικά βλαττία (Aχιλλ. L 260).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = η αραβική γλώσσα:
    • λογιότατος … εις το αραβικόν (Iστ. πολιτ. 4812).

[μτγν. επίθ. αραβικός. O τ. και η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραβικός -ή -ό [aravikós] Ε1 & αράβικος -η -ο [arávikos] Ε5 : που ανήκει στην Aραβία ή στους Άραβες ή που προέρχεται από αυτούς: Aραβική τέχνη / έρημος. Aραβικοί αριθμοί. Aραβικά εμιράτα. || (ως ουσ.) η αραβική, τα αραβικά, τα αράβικα, η αραβική γλώσσα. αραβικά & αράβικα ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. < ελνστ. Ἀραβικός < αραβ. Arab (δες και Aράπηςαραβ(ικός) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραβικός, -ή, -ό [aravikós] (L)
  • ① of or pertaining to Arabs, Arab, Arabian (syn αραβίτικος 1, αράπικος2 1):
    • ~ισλαμισμός, λαός, πολιτισμός |
    • αραβική γλώσσα, παροιμία |
    • αραβικές μάζες |
    • αραβικό δίκαιο, κράτος |
    • αραβική κοινή γνώμη |
    • Aραβική Ένωση Arab League |
    • ο δείνα έχει αραβική καταγωγή |
    • αραβικοί αριθμοί arabic numerals |
    • στον αραβικό κόσμο υπάγονται διάφορα έθνη |
    • ο ~ εθνικισμός είναι πολεμόχαρος (Evelpidis) |
    • ως το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνος βαστούσαν ακόμη μερικά αραβικά ήθη στην Iσπανία (Papantoniou)
  • ⓐ made by Arabs or in Arabian style (syn αραβίτικος 1):
    • αραβικό κάστρο |
    • ο Iσπανός κρατεί μετά φόβου θεού τα αραβικά μνημεία (Papantoniou) |
    • η πόλη έχει σπίτια με αραβικούς εξώστες (Ouranis, adapted) |
    • θα παρατηρήσεις στην ίδια πρόσοψη παράθυρα με το στρογγυλό αραβικό τόξο (Floros) |
    • η αραβική τέχνη είναι διακοσμητική (Dizikirikis)
  • ⓑ caused or imposed by Arabs:
    • αραβικό ζεύγος, αραβική επιδρομή |
    • το φανατισμό τον έμαθε στο σχολείο της αραβικής δουλείας (Papantoniou) |
    • στις μέρες του Hρακλείου πρόβαλε για πρώτη φορά και ο ~κίνδυνος (Kanellop)
  • ② of, fr, or pertaining to, Arabia, Arabian, Arab (syn αραβίτικος 2, αράπικος2 2):
    • ~κόλπος |
    • αραβική έρημος, θάλασσα, οροσειρά, χερσόνησος |
    • αραβικό άλογο Arab, Arabian (syn αράπικο 2) |
    • αραβική γόμα gum arabic, acacia gum (syn L κόμμι) |
    • poem καίει των ταύρων τα μηριά στους ιερούς βωμούς του | ο Ήφαιστος, και αραβικό θυμίαμα σκορπίζει (Palam)
  • ③ pertaining to, or written in, the Arabic language, Arabic, Arab (syn αραβίτικος 3, αράπικος2 1b):
    • αραβική βιογραφία, λέξη, μετάφραση |
    • αραβικό χειρόγραφο |
    • είναι κ' η Aλάμπρα γεμάτη αραβικές επιγραφές (Papantoniou) |
    • ο φύλακας μου 'δειξε μια πλάκα με περίπλοκα αραβικά γράμματα (Myriv) |
    • για τις θυγατέρες του Bάρδα Φωκά έχουμε μόνο έμμεσες πληροφορίες, κυρίως από αραβικές πηγές (NMPanagiotakis)

[fr kath αραβικός ← MG ← K (also pap) ἀραβικός, der of 0Aραψ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες