Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραίωμα το [aréoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αραιώνω· αραίωση: Tο ~ της πλαστικής μπογιάς γίνεται με νερό. Tο ~ των δέντρων ενός πυκνού δάσους μειώνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς.
[λόγ. < ελνστ. ἀραίωμα `αραιή σύσταση, κενό΄ κατά τη σημ. της λ. αραιώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αραίωμα το· άριωμα.
-
- Kενό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράγματα, δέντρα, φυτά, κλπ.:
- Mέσ’ από κάποια αριώματα στέκεται κι αφουγκράται (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [757]).
[αρχ. ουσ. αραίωμα. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Kενό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράγματα, δέντρα, φυτά, κλπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραίωμα [aréoma] το,
- ① act or result of spreading or spacing out, putting wide apart, dispersion (syn αραίωση 1):
- τα λουλούδια στον κήπο χρειάζονται ~ |
- ακολούθησε η ευθυγράμμισή μας κ' έπειτα το αραίωμά μας, για τις ασκήσεις που θέλουν περισσότερο χώρο (Charis)
- ⓐ reduction of number or quantity, thinning (syn αραίωση 1b, ελάττωση):
- το αναγκαστικό τούτο ~του λαού πίκρανε τα γέροντα (Bastias) |
- στους χώρους, που τους ενέκρωσε το μεγάλο ~των εκδόσεων, ξαναρχίζει η πνευματική ζωή (Dimaras)
- ⓑ reduction of frequency (syn αραίωση 1c):
- στην αρχή έδειχναν ενθουσιασμούς, υπόσχεσες, βίζιτες συχνές· έπειτα αδιαφορία, ~, μια βίζιτα κάθε τόσο από συνήθεια (Xenop, adapted) |
- ~ παρέας με τη δικαιολογία πως είμαι απησχολημένος (Karagatsis)
- ② making or becoming less dense, dilution, rarefaction, thinning down (syn αραίωση 2, ant πύκνωση):
- ~του αέρα, του γάλακτος |
- ~ του κρασιού με νερό
- ③ anat interstice, pore (syn πόρος):
- ο σηραγγώδης ιστός χαρακτηρίζεται από πλήθος αραιώματα, που λέγονται σήραγγες (Katsigra)
- ⓒ typogr etc insertion of (large) intervals between letters or lines, spacing out (syn L αραίωση 3, διαστίχωση)
- ⓓ shipb distance between two consecutive parts of ship:
- ~ζυγών beam spacing |
- ~ νομέων frame spacing
[fr postmed (Somavera) αραίωμα ← K ἀραίωμα, der of ἀραιῶ]
- ① act or result of spreading or spacing out, putting wide apart, dispersion (syn αραίωση 1):



