Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρίζικος%
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρίζικος, επίθ.
  • Άτυχος, δυστυχισμένος:
    • (Pοδολ. E´ 162).

[<στερ. α‑ + ουσ. ριζικό. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ,-ρρ-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρίζικος, -η, -ο [arízikos]
  • luckless, unfortunate, ill-fated (syn άτυχος, near-syn κακότυχος):
    • poem μέσ' το παλάτι του πατέρα μου, που χαϊδανάστησέ με, | ο ~τη μαυρορίζικη, που κάλλιο μη γεννιόμουν (Homer Il 22.481 Kaz-Kakr)

[cpd w. α- & ριζικό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες