Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρίγωτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρίγωτος -η -ο [aríγotos] Ε5 : που δεν έχει ρίγες· αχαράκωτος. ANT ριγωτός: Aρίγωτο χαρτί / τετράδιο.

[α- 1 ριγώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρίγωτος, -η, -ο [aríγotos]
  • unlined, unruled (syn αράδωτος, αχαράκωτος):
    • αρίγωτο τετράδιο, χαρτί

[cpd w. ριγωγός (: ριγώνω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go