Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρέτα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρέτα [aréta] η, shipb
  • the last timber of the fashion frame which defines the shape of a ship's stern, fashion piece (syn [η τελευταία] κούτσα)

[fr It aletta 'ultime coste del contorno della poppa fino al coronamento'; Dizion. di marina]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρεταλογία [aretaloyía] η, (& αρετολογία) (L)
  • ① recitation of one's praises or virtues, aretalogy:
    • η έμμεση προεξαγγελία της άφιξης ενός θεού και η ~του από κάποιον τρίτο αποτελούν τυπικά στοιχεία στην αρχαία θρησκεία (FKakridis) |
    • παρακολουθεί τα νέα δημοσιεύματα γεμάτα από αρετολογία και υπερηφάνεια για την προγονική δόξα (Dimaras)
  • ② philos branch of ethics concerned w. the nature of virtue:
    • η κριτική αποσαφήνιση της ορθής έννοιας των αρετών, δηλαδή η αρετολογία, δεν απασχολεί πολύ τη νέωτερη ηθική θεωρία (Papanoutsos)

[fr kath αρεταλογία & αρετολογία ← K ἀρεταλογία, cpd w. -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες