Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αράπισσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αράπισσα [arápisa] η, s. αραπίνα 2
:
  • κούκλες ολόξανθες και απαίσιες αράπισσες με χειλάρες και δοντάρες, έτοιμες να σ' αρπάξουν (Psathas)

[fr postmed (Somavera) αράπισσα 'Arab woman', der of αράπης w. suff -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες