Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αράπισσα [arápisa] η, s. αραπίνα 2
- :
- κούκλες ολόξανθες και απαίσιες αράπισσες με χειλάρες και δοντάρες, έτοιμες να σ' αρπάξουν (Psathas)
[fr postmed (Somavera) αράπισσα 'Arab woman', der of αράπης w. suff -ισσα]



