Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αράπικο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αράπικο [arápiko] το,
  • ① violent anger or stubbornness:
    • ο καπετάνιος βλέποντας την αδυναμία του λύσσαξε· τον έπιασε το ~(Karkavitsa)
  • ② Arabian (horse), Arab (syn αραβικό άλογο):
    • ήρθε ως το γιαλό καβάλα σ' ένα ~με χρυσή σέλα (KRados)

[substantiv. n of αράπικος2]

[Λεξικό Κριαρά]
αράπικος, επίθ.
  • Aραβικός:
    • φαρία αράπικα πεντακόσια (Διήγ. Aλ. G 27212).
  • Το ουδ. στο πληθ. ως ουσ. = η αραβική γλώσσα:
    • Ήξερε πέντε γλώσσες καλά: τούρκικα, ρωμαίικα, … αράπικα (Xρον. σουλτ. 12126).

[<εθν. Αράπης + κατάλ. ικος. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αράπικος -η -ο [arápikos] Ε5 : 1.που ανήκει σε αράπη ή που τον χαρακτηρίζει: Aράπικα μάτια / κορμιά. Aράπικο πείσμα / γινάτι, ισχυρό. 2. που προέρχεται από αραβική χώρα: Aράπικα φιστίκια / καρύδια. 3. (προφ.) αραβικός. || (ως ουσ.) τα αράπικα, τα αραβικά, η αραβική γλώσσα. αράπικα ΕΠIΡΡ σε γλώσσα αραβική.

[μσν. *αράπικος (μαρτυρείται επίρρ. αράπικα `αραβικά΄) < αράπ(ης) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράπικος1 [arápikos] ο,
  • type of sinuous dance:
    • βάλε το φωνόγραφο να σας χορέψω τον αράπικο (Moskovis)

[fr αράπικος χορός, substantiv. m of αράπικος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράπικος2, -η, -ο [arápikos]
  • ① οf, pertaining to, or characteristic of Arabs (syn in αραβικός 1):
    • ~μαχαλάς |
    • αράπικο καφενείο, όνομα, σπίτι, τραγούδι |
    • αράπικο πάθος, πείσμα |
    • άλλη μισή ώρα και περνούσαν από τ' αράπικο το στρατόπεδο (Eftaliotis) |
    • ένα κλαρίνο στην όαση έπαιζε ένα μοτίβο αράπικο (Melas) |
    • αυτή ήταν η πιάτσα των αράπικων ταξί (Tsirkas) |
    • poem γυμνή, μέσα στ' αράπικο ζωγραφιστό μπουρνούζι | νοιώθει ν' ανάφτ' η σάρκα της (Bekas)
  • ⓐ pertaining to the Arabic language, Arabic (syn in αραβικός 3):
    • στο κεφάλι φοράει κάλυμμα χρυσοκεντημένο με αράπικα γράμματα (Petsalis)
  • ② of or fr Arabia, Arabian, Arab (syn in αραβικός 2):
    • αράπικοάλογο Arabian, Arab (syn αράπικο 2) |
    • αράπικο φιστίκι peanut (syn αραποφίστικο, φιστίκι) |
    • ~καπνός variety of dark tobacco |
    • δέκα απ' τα καλύτερα άλογα του δήμου, ράτσες αράπικες και ουγγαρέζικες, τριγυρίζανε εκεί (Karkavitsas) |
    • είσαι πεισματάρης σαν αράπικο μουλάρι (Grigoris) |
    • rembetiko song η καρδιά μου δε σε ξεχνάει, | αράπικο λουλούδι κλ (IPetrop)
  • ③ of, pertaining to, or characteristic of Negroes, black (syn μαύρος, νέγρικος):
    • αράπικα μάτια |
    • τα καρβουνάτα αράπικα μαλλιά του αρχίζουν από χαμηλά πολύ (Terzakis) |
    • poem στων σκλάβων τις αδρές αράπικες λιγοθυμούν αγκάλες (Kazantz Od 5.307)

[fr postmed, MG αράπικος, der of αράπης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες