Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αράπικα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αράπικα, επίρρ.
  • Σε αραβική γλώσσα:
    • έβαλεν φωνήν ο ρήγας αράπικα (Mαχ. 664).

[<επίθ. αράπικος. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράπικα1 [arápika] adv
  • in the Arabic language, in Arabic (syn in L αραβικά):
    • μίλησε, προσευχήθηκε ~| βιβλίο γραμμένο ~ |
    • αν σ' έβρισαν, θα σ' έβρισαν μόνο ~, χορταστικά, εκφραστικά (Panagiotop)

[fr postmed (Somavera), MG αράπικα, der of αράπικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράπικα2 [arápika] τα,
  • the Arabic language, Arabic (syn in αραβικά):
    • δεν ξέρω τη γλώσσα, τα φραντσέζικα, τ' ~(Venezis) |
    • η χοντρή κάτι μου φώναξε στ' ~ (Tsirkas)

[fr MG αράπικα, substantiv. n pl of αράπικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες