Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αράθυμος
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
αράθυμος, επίθ.· εράθυμος· ράθυμος.
  • 1) Oκνηρός, νωθρός:
    • τινάς δεν ήτον αράθυμος, αλλά ουδέ τινάς ενύσταξεν (Διγ. Άνδρ. 3355).
  • 2) Kακότροπος:
    • Aμή φοβούμαι, ω θυγάτηρ μου, να μην λάχει και είναι αράθυμος (Διγ. Άνδρ. 32530).
  • 3) Eγωκεντρικός, εγωιστής:
    • (Aιτωλ., Mύθ. 11313).
  • 4) (Πιθ.) ύπουλος:
    • Λέγει (ενν. ο Σολομών) ότι κανείς εράθυμος του φιδίου υπερβαίνει, μόνον της άνομης γυνής (Συναξ. γυν. 253).

[<προθετ. α‑ + αρχ. επίθ. ράθυμος (και σήμ.). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αράθυμος 1 -η -ο [aráθimos] Ε5 : (λαϊκότρ.) ράθυμος.

[μσν. αράθυμος (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ῥᾴθυμος `ελαφρόμυαλος΄ με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-ra > enara > en-ara] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αράθυμος 2 -η -ο : (λαϊκότρ.) οξύθυμος, βίαιος.

[α- 1 ράθυμος (δες αράθυμος 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράθυμος1 [aráθimos] ο,
  • irascible, irritable, or wrathful man:
    • όταν ο κοινός λαός ξεσηκωνότανε κι αυτός, οι αράθυμοι, που 'χανε βάλει την αρχή, γινόταν αρχηγοί και καπετάνιοι του (Prevelakis) |
    • poem κι ο ~τα φρύδια ζάρωσε και τον σαϊτοκοκιάζει (Kazantz Od 9.747)

[substantiv. m of αράθυμος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράθυμος2, -η, -ο [aráθimos]
  • ① irascible, wrathful, impassioned (syn L ευέξαπτος, οξύθυμος):
    • ~γονιός, πολεμιστής, στρατός, χαρακτήρας |
    • αράθυμη φοράδα, ψυχή |
    • αράθυμο παιδί, στήθος |
    • αράθυμα λόγια |
    • "πες μας το λοιπόν;" φώναξε ανυπόμονα ο A., πάντα ~ (Karkavitsas) |
    • λίγο έλειψε να τις δείρει, καθώς ήταν κι ~ άνθρωπος (Panagiotop) |
    • πιστεύουν μονάχα στα νιάτα τ' αράθυμα, που πιπερίζουν αξεθύμαστα μέσα τους (id.) |
    • για χάρη της σκοτώθηκαν ασυλλόγιστα κι αράθυμα παλληκάρια (Lazaridis) |
    • folks. γέρον άντρα μου δίνουν κ' είν' κι ~ | το βράδυ με μαλώνει κλ (DPetrop) |
    • poem να 'χαμ' ένα βασιλιά, |..| σέρτικο κι ~ | για να κάνει πόλεμο (Varnalis)
  • ② slothful, lazy, languid (syn L νωθρός, ράθυμος):
    • αράθυμη αντηλιά, αράθυμο πάτημα |
    • τ' αλαφροκυμάτισμα σαλεύει με τον αράθυμο ρυθμό του το γιοφύρι (Gryparis, adapted) |
    • poem θα 'μαστε .. | ~αχός ποιμενικής φλογέρας (Zevgoli) |
    • όσο άπραγες κι αράθυμες κι αν είναι οι ώρες, | όμως περνάν κι αυτές κλ (Papatsonis)

[fr postmed, MG αράθυμος, cpd w. AG (r)άθυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες