Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αράθυμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αράθυμα, επίρρ.
  • Mε θυμό, με οργή:
    • αράθυμα εκοίταζε (ενν. το μάτι) (Aλεξ. 238).

[<επίθ. αράθυμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράθυμα [aráθima] adv
  • ① in an irascible manner, irascibly, irritably, petulantly:
    • απάντησε, μίλησε ~ |
    • κυβερνούσε τη ζωή ένα σωρό ανθρώπων τραχιά κι ~ (TDoxas)
  • ② slowly, lazily (syn ράθυμα):
    • poem .. σφραγίζει ~στην άπλα της κοιλάδας | το δυνατό της πάτημα, που να τ' αλλάξει αργεί (Sikel)

[fr MG αράθυμα, der of αράθυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες