Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απώτατο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
απώτατο [apόtato] το, (L)
  • most distant or remotest point (near-syn απόμακρο 2):
    • η αρχαία Eλλάδα είχε τις ρίζες της βυθισμένες στα χρονικά απώτατα της Aσίας (Karantonis, adapted)

[substantiv. n of απώτατος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απώτατος -η -ο [apótatos] Ε5 : που βρίσκεται πολύ μακριά από τοπική ή χρονική άποψη: Στα απώτατα άκρα της γης. Στο απώτατο παρελθόν / μέλλον. ANT εγγύτατος.

[λόγ. επίθ. < αρχ. επίρρ. ἀπωτάτ(ω) `το πιο μακριά΄ -ος (αναδρ. σχημ.) κατά το απώτερος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απώτατος, -η, -ο [apόtatos]
  • ① most distant, farthest, remotest (near-syn απόμακρος 1, απώτερος 1, μακρινότατος):
    • ~πρόγονος |
    • απώτατη Aνατολή, Aσία |
    • απώτατη αρχαιότητα, ερημιά |
    • απώτατο μέλλον, παρελθόν |
    • τα απώτατα σύνορα της αυτοκρατορίας |
    • ξεκινούσε από τ' απώτατα υψίπεδα της Aσίας, για να χορτάσει λεία και θάνατο (Panagiotop) |
    • πήρε το δρόμο προς τα απώτατα άκρα της γης (Kanellop) |
    • αυτό είναι το απώτατο σημείο, όπου έφτασε ο πλατωνικός στοχασμός στην έρευνα της ζωγραφικής (Andronikos) |
    • το 1984 ήταν το απώτατο χρονικό όριο για την οριστική συμμετοχή της Eλλάδας στην Kοινότητα (IPesmazoglou)
  • ② ultimate, final, supreme (near-syn απόλυτος 4, απώτερος 1b, έσχατος):
    • κάθε προσπάθεια της μάζας τούτον τον απώτατο σκοπό ξαμώνει (Kazantz) |
    • ο Λεονάρντο ξεκίνησε από πολύ νέος, για να πάει προς το απώτατο βάθος (Kanellop) |
    • οι ζωντανές δυνάμεις βρίσκουν την απώτατη έκφρασή τους μονάχα στην πρωτογονική αναβίωση του κτήνους (Papasiopis)
  • ⓐ ultimate, original, absolute, fundamental (near-syn απόλυτος 4b, απώτερος 2, έσχατος, θεμελιώδης):
    • συνδυάζει το θαύμα με την απώτατη πηγή της ζωής, με το άπειρο (Kanellop) |
    • η αποκεκαλυμμένη αλήθεια είναι η ρίζα η απώτατη και πρώτη και απόκρυφη των πάντων (Tatakis) |
    • διακήρυξαν πως συνέλαβαν την απώτατην αρχή, που όλα μ' αυτήν εξηγούνται (Lambridi) [fr kath απώτατος, backform. on basis of AG adv àπωτάτω; cf ανώτατος, κατώτατος etc]. S. άπω, απώτερος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες