Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόψε
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόψε [apópse] επίρρ. χρον. : α.σήμερα το βράδυ ή τη νύχτα: Θα γυρίσει ~. Πού θα πας ~; Tι έχετε κανονίσει για ~; Θα συναντηθούμε ~ στις δέκα, στις δέκα σήμερα το βράδυ. β. την προηγούμενη (της σημερινής ημέρας) νύχτα: Δεν κοιμήθηκα καλά ~. ~ ονειρεύτηκα…, χθες βράδυ, το βράδυ που μας πέρασε.

[μσν. απόψε < ελνστ. ἀποψέ `αργά΄ με τον. κατά τα σύνθ. < φρ. ἀπ΄ ὀψέ (αρχ. ὀψέ `αργά το βράδυ΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
απόψε, επίρρ.· απόψα· ’πόψε.
  • 1) Kατά τη διάρκεια της περασμένης νύχτας:
    • Aπόψε είδα … όνειρον (Διγ. Esc. 320 κριτ. υπ.
    • απόψα Bέλθανδρος ήλθε (Bέλθ. 939).
  • 2) Σήμερα το βράδι:
    • απόψε δε βολεί σπίτι μου να δειπνήσει (Kατζ. B´ 402).

[<μτγν. επίρρ. αποψέ. O τ. α τον 7. αι. και σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 8.-10. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόψε [apόpse] adv (& απόψι
  • Kavafis, πόψε Kazantz, Varnalis)
  • ① yesterday evening, last night (syn εψές or ψες):
    • άσκημο όνειρο είδα ~ |
    • ~ έβλεπα στ' όνειρό μου ότι εκέρδισα πολλά χρήματα |
    • ~ήρθανε να μας κλέψουνε λωποδύτες |
    • folks. ~ δεν κοιμήθηκα και σήμερα νυστάζω (DPetrop) |
    • ~ το είδα τ' όνειρο το τρισκαταραμένο (Passow)
  • ② this evening, tonight (syn αποσπέρα 2, αποσπερού 2):
    • έλα ~ να φάμε μαζί |
    • ~ θα ξενυχτήσω, θα μείνω στο σπίτι |
    • prov άντρα θέλω, ~ τον θέλω |
    • είχε μεγάλο κέφι απόψε (Xenop) |
    • ~κιόλας φεύγω για το Άργος! (Petsalis) |
    • ήρθε κανένας ~; (Loukatos) |
    • poem .. η κάμαρη απόψι | να μη έχει φως πολύ .. (Kavafis) |
    • πόψε τρεις βασιλιάδες έχουμε και πέντε καπετάνιους (Kazantz Od 9.1264) |
    • .. η κόρη σου πόψε το παραμύθι | θα μου ειπει το τσιγγάνικο πα στο προσκέφαλό μου (Varnalis)

[fr postmed, MG απόψε ← LK αποψέ, cpd fr phr απ' οψέ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποψέλνω s. αποψάλλω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αποψές [apopsés] adv
  • ① yesterday evening:
    • έφυγε ~ |
    • ~ ψώνισα για σήμερα
  • ② since yesterday (syn αποχτές):
    • ~ δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου |
    • ας επήγαινες ~

[fr postmed αποψές, cpd fr phr K αποψέ, this fr phr απ' οψέ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποψεσινός, -ή, -ό [apopsesinós]
  • of yesterday evening (syn αποψινός 1, ψεσινός):
    • αποψεσινή χιονοθύελλα |
    • phr είναι ~ he has been drunk since last night

[der of απόψες w. suff -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες