Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόχρεμψη η [apóxrempsi] Ο33 : η αποβολή με το βήχα των διάφορων εκκρίσεων από τους βρόγχους και από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα.
[λόγ. < αρχ. ἀπόχρεμψις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόχρεμψη [apόxrempsi] η, (& απόχρεψη) (L) med
- expectoration ~ πτυέλων και πύου:
- αύξηση της απόχρεμψης |
- ναρκωτικές ουσίες εμποδίζουν την ~ |
- η ακμή της προσπάθειας του οργανισμού προς απομάκρυνση των βλαβερών στοιχείων από το σώμα λέγεται κρίση και γίνεται με την απόχρεψη, τον ιδρώτα και τα ούρα (Katsigra)
[fr kath απόχρεμψις ← AG]
- expectoration ~ πτυέλων και πύου:



