Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόχρεμμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απόχρεμμα [apόxrema] το, (L) med
  • viscid mucus secreted in the respiratory passages and discharged through the mouth, phlegm (syn ρόχαλο, φλέμα)

[fr kath απόχρεμμα ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες