Combined Search
| 47 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- απόφα η.
-
- Aπόφαση:
- (Mαχ. 25829)·
- φρ. ποιώ απόφα = αποφασίζω:
- (αυτ. 39222).
[<ουσ. απόφασις. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Aπόφαση:
- απόφαγα [apófaγa] aor (pr
- supplied by αποτρώγω, g.v.), subj αποφάγω (& αποφάω), pf & plupf έχω-είχα αποφάγει (& αποφάει)
- ① (have) finished eating (syn απογεύτηκα):
- απόφαγε το κατσίκι, τα λουκούμια, το ψωμί |
- phr ~ τα ψωμιά μου my life is almost over |
- prov νίψου κι αποφάγαμε wash yourself because we're finished eating, said of a job finished quickly |
- το μεσημέρι, έτσι αποφάμε, θα πεταχτείς μια στιγμούλα να μου τη φέρεις (Xenop) |
- απόφαγαν γρήγορα κ' έκαναν πάλι το σταυρό τους (Petsalis) |
- είχαμε αποφάει και καθόμασταν ξαπλωμένοι να κοιτάζουμε τ' άστρα (Zappas) |
- poem .. και σύντας πια αποφάτε, | θα 'ρθει η στιγμή να σας ρωτήσουμε ποιοι τάχα να 'στε ανθρώποι (Homer Od 4.60 Kaz-Kakr)
- ② consume entirely, eat up:
- poem θα σε αποφάει σαράκι | στο ακίνητο σκαρί (Markoras)
[fr postmed, MG απόφαγα ← K (also pap), AG ἀπέφαγον, aor of ἀπεσθίω; s. also ἀποτρώγω]
- αποφάγι [apofáyi] το, (& αποφάι)
- ① fruit (sweet etc) eaten at the end of meal, dessert (syn απόδειπνο 4, L επιδόρπιο):
- κάθισαν να φάνε αβγά, τυρί, αρνί .. και μήλα γι' ~ (Petsalis)
- ② usu pl αποφάγια τα, food remainders, left-overs (syn απομεινάρια 2, αποφαγούδια):
- δάγκασε μια ξερή κόρα ψωμί από του τραπεζιού τ' αποφάγια (Vlachogiannis) |
- ακουμπήσαν πλάι κάποια γαβάθα ξέχειλη αποφάγια (Grigoris) |
- οι γάτοι τρων τους ποντικούς των σπιτιών και τ' αποφάγια των ανθρώπων (Karagatsis)
[fr postmed (Somavera) αποφάγι ← MG αποφάγιν ← αποφαγείν, aor inf of AG (+) ἀπέφαγον]
- ① fruit (sweet etc) eaten at the end of meal, dessert (syn απόδειπνο 4, L επιδόρπιο):
- αποφαγούδι [apofaγú∂i] το, usu pl αποφαγούδια τα, = αποφάγι 2
- :
- έδωσε στον άρρωστο πατέρα της τ' αποφαγούδια του μεσημεριού (Xenop) |
- στο πάτωμα, μια ντουζίνα άπλυτα πιάτα μ' αποφαγούδια (Karagatsis)
[der of MG αποφάγιν w. suff -ούδιν; cf αποδιαλεγούδι]
- αποφάι το [apofái] Ο45 & αποφάγι το [apofáji] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τα υπολείμματα από το φαγητό που έφαγε κάποιος: Mάζεψε τα αποφάγια από τα πιάτα και τα έδωσε στο σκύλο. || Οι υπηρέτες έτρωγαν τα αποφάγια των κυρίων τους, ό,τι περίσσευε από το φαγητό.
[απο- φα(ΐ), φαγ(ί) -ι (πρβ. μσν. αποφαγίον, διαφ. το αρχ. ρ. (απαρέμφ.) ἀποφαγεῖν `τρώω τα πάντα΄)]
- αποφάι s. αποφάγι.
- αποφαίνομαι [apofénome] Ρ αόρ. αποφάνθηκα, απαρέμφ. αποφανθεί : (επίσ.) α. εκφέρω γνώμη (όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπο του οποίου η γνώμη είναι έγκυρη ή παρουσιάζεται ως έγκυρη): Δεν μπορώ να αποφανθώ για το ήθος του, γιατί δεν τον γνωρίζω αρκετά. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι ο άρρωστος πρέπει να χειρουργηθεί. Aποφαίνεται σαν ειδικός για ζητήματα που αγνοεί τελείως. β. εκδίδω κάποια επίσημη απόφαση: H νομική υπηρεσία αποφάνθηκε ότι η συγκρότηση της επιτροπής δεν έγινε νόμιμα. Tο δικαστήριο θα αποφανθεί για την ενοχή του κατηγορουμένου.
[λόγ.: α: αρχ. ἀποφαίνομαι γνώμην `εκφέρω γνώμη΄, αρχ. ἀποφαίνω `γνωστοποιώ΄· β: & σημδ. γαλλ. se déclarer]
- αποφαίνομαι1 [apofénome] ipf αποφαινόμουν, aor αποφάνηκα (subj αποφανώ)
- ① seem, appear (syn φαίνομαι):
- ο δείνα μου αποφάνηκε τεμπέλης |
- τα κείμενα, από άψυχα που μας αποφαίνονται, θα γίνουν έμψυχα (Theodorakop)
- ⓐ be seen, be apparent, become visible (syn φαίνομαι, φανερώνομαι):
- από τη φούρκα αυτή δεν αποφάνηκε στο ρομάντζο τίποτα (Psichari) |
- σεργιανούσε τη ματιά του κειδά χωρίς ν' αποφαίνεται (Panagiotop)
- ⓑ be felt, be perceived, make an impression (syn phr L γίνομαι αισθητός):
- δε θα του αποφανεί καθόλου η έλλειψη τούτη (Terzakis) |
- τα ξεπλήρωναν με κρατήσεις απ' το μισθό τους κι ούτε τους αποφαίνονταν (Mitropoulou)
- ② impers it seems, it appears (syn φαίνεται):
- της αποφαίνεται πως το φως του νου της έσβησε (Theodorakop)
- ⓒ it is, or becomes, apparent or obvious (syn φαίνεται, syn phr είναι φανερό):
- ήταν κάποτες τόσο συλλογισμένη που της αποφαίνουνταν και στο πρόσωπό της (Psichari) |
- τώρα αποφάνηκε ότι EAM θα πει κομμουνισμός (ChZalokostas)
[fr postmed (Somavera) αποφαίνομαι ← MG ← AG ← ἀποφαίνω 'show']
- ① seem, appear (syn φαίνομαι):
- αποφαίνομαι2 [apofénome] ipf αποφαινόμουν, aor αποφάνθηκα (3sg αποφάνθηκε & απεφάνθη; subj αποφανθώ), pf & plupf έχω-είχα αποφανθεί (L)
- ① express or give one's opinion, declare, enounce, assert (syn γνωματεύω, γνωμοδοτώ, δηλώνω):
- ο γιατρός, ο εμπειρογνώμονας, η επιστήμη αποφαίνεται |
- ~ με ασφάλεια, βεβαιότητα, επιφύλαξη, κύρος |
- ~ θετικά, κατηγορηματικά, τελεσίδικα, υπεύθυνα, υποτιμητικά |
- ~ πάνω στο ζήτημα, στην ουσία |
- ~ για το μέλλον, για την αξία του έργου |
- η έκθεση αποφαίνεται ότι οι προοπτικές της οικονομίας διαγράφονται δυσμενείς |
- οι ψυχολόγοι είχαν αποφανθεί ότι ο δολοφόνος έτρεφε παθολογικό μίσος για τις γυναίκες |
- ο Aριστοτέλης αποφαίνεται ότι το κακό δεν έχει οντότητα (Tatakis) |
- πάντα μια κρίση αποφαίνεται για την πραγματικότητα οποιουδήποτε αντικειμένου (Papanoutsos) |
- αποφαίνεται πως τα εναέρια ταξίδια είναι τα ωραιότερα που μπορεί να κάνει κανένας (Ouranis) |
- το μαντείο αποφάνθηκε ότι έφθασε το τέλος του (Varelas) |
- poem δεν ξέρω τι ν' αποφανθώ | γι' αυτή την ομορφιά σου (Spanias)
- ② issue a decision or verdict, decide, rule, determine (syn αποφασίζω 1, κρίνω, ορίζω):
- το δικαστήριο, ο νομοθέτης, το υπουργείο αποφάνθηκε |
- μελετά τους δυο φιλοσόφους χωρίς ν' αποφαίνεται για την υπεροχή του ενός ή του άλλου (Vacalop) |
- δεν πρέπει να βιαστούμε ν' αποφανθούμε ότι ο ένας μιμήθηκε τον άλλον (Stasinop) |
- μπορούμε ν' αποφανθούμε, μόνο με τα ανθρωπολογικά στοιχεία, αν είναι συγγενής ομάδα με τις άλλες ομάδες της Tραπεζούντας; (Poulianos)
[fr kath αποφαίνομαι ← MG αποφαίνω 'decide' ← K (also pap), AG ἀποφαίνω 'declare']
- ① express or give one's opinion, declare, enounce, assert (syn γνωματεύω, γνωμοδοτώ, δηλώνω):
- αποφαινόμενος, -η, -ο [apofenόmenos] (L)
- ① expressing an opinion, declaring, asserting:
- αποφαινόμενοι ότι S είναι P δεχόμαστε στο υποκείμενο S μιαν ιδιότητα P (Papanoutsos)
- ② substantiv. ο ~, person expressing an opinion:
- ο ~ γνωρίζει όλες τις συνέπειες της απόφανσής του (Papanoutsos)
[fr kath αποφαινόμενος, prp of αποφαίνομαι2]
- ① expressing an opinion, declaring, asserting:



