Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απότομα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απότομα [apótoma] adv
  • ① precipitously, steeply, abruptly:
    • στην ανατολική πλαγιά του βουνού, σε μέρος ~ κατηφορικό, κτίσθηκε η μονή (MChatzidakis) |
    • οι πλαγιές του Πηλίου κατηφορίζουν ~ και χύνονται στο Aιγαίο (Varelas)
  • ② suddenly, unexpectedly, quickly, sharply (near-syn αίφνης 1, άξαφνα 1, μονομιάς):
    • γέλασε, γύρισε, θύμωσε, ξύπνησε, σηκώθηκε, τινάχτηκε ~ |
    • σήκωσε το κεφάλι ~ |
    • μη φρενάρεις ~ |
    • ο υδράργυρος έπεσε ~ |
    • η πόρτα άνοιξε ~ |
    • phr την κοπάνησε ~ he left unexpectedly |
    • η κατάστασή της είχε ~ χειροτερέψει (Nirvanas) |
    • ο ταύρος όρμησε ~, προδοτικά (Ouranis) |
    • κατά την έναρξη της ονοματιστικής περιόδου το λεξιλόγιο εμπλουτίζεται ~ (Geros)
  • ⓐ suddenly, abruptly, short:
    • θα με συγχωρήσετε να τελειώσω απότομα (Palam) |
    • εδώ κόπηκε ~ ο λαχανιασμένος μονόλογός του (Plaskovitis) |
    • το τραγούδι απέξω εξακολουθεί λίγο κ' έπειτα σταματά ~ (Rotas)
  • ⓑ sharply, abruptly:
    • κάθε ποιητής θ' αποχωρισθεί αποτομότατα πολλές φορές από κάθε πατημένη δημοσιά (Gryparis)
  • ③ brusquely, roughly, curtly, sharply, snappily (near-syn βίαια, κοφτά):
    • μίλησε, ρώτησε ~ |
    • το διάλογο του ιδεαλισμού και του μαρξισμού τον έκλεισε ~ το καθεστώς της 4ης Aυγούστου (Theotokas) |
    • έσπρωξε το γέρο ~ |
    • της αποκρίθηκε ~, έσπασε την τεντωμένη κλωστή της υπομονής της (Charis)

[der of απότομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες