Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απότοκος -η -ος -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απότοκος -ος / -η -ο [apótokos] Ε17 : (λόγ.) για κτ. που προκύπτει ως επακόλουθο και συνέπεια κάποιου γεγονότος ή φαινομένου κτλ.: H κοινωνική κρίση ήταν ~ της οικονομικής κρίσης.

[λόγ. < ελνστ. ἀπότοκος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απότοκος, -η (& L -ος), -ο [apótokos] (L)
  • born of, produced by, resulting fr (syn παράγωγος):
    • δελεασμός ~ της ιδιοκτησίας |
    • κίνδυνος ~ της πολιτικής εξουσίας |
    • η ρωσική επανάσταση και τα απότοκά της γεγονότα |
    • η περίπτωση της ψυχογενούς στειρώσεως είναι ~ των παρεμβάσεων του παρελθόντος |
    • η θέση που παίρνει απέναντι στο χριστολογικό πρόβλημα είναι απότοκη της κοσμοθεωρίας του προτεσταντισμού (Georgoulis) |
    • όλα τα λογοτεχνικά κινήματα υπήρξαν απότοκα αυτής της ανάγκης (Chatzinis) |
    • οι θρησκευτικές ιδεολογικές ζυμώσεις είναι απότοκες των μεγάλων κινημάτων (Vacalop) |
    • υπήρχε μια ισορροπία ~ του πολέμου (Theodorakop) [fr kath απότοκος ← K (Aret.

[2nd c. AD]), der of ἀπότοκος (: ἀποτίκτω) 'bring to the birth'; cf ἄτοκος, ἐπίτοκος, πρωτότοκος (LXX, NT), νεότοκος etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go