Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απότακτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απότακτος -η -ο [apótaktos] Ε5 : για στρατιωτικό που τον έχουν αποτάξει. || (ως ουσ.) ο απότακτος: Επανέφεραν στην ενεργό υπηρεσία τους απότακτους της δικτατορίας.

[λόγ. < αρχ. ἀπότακτος `τοποθετημένος χωριστά΄ κατά τη σημ. της λ. αποτάσσω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απότακτος1 [apótaktos] ο, (L)
  • officer, (dishonorably) discharged or cashiered fr military service

[substantiv. m of απότακτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απότακτος2, -η, -ο [apótaktos] (L) (dishonorably)
  • discharged or cashiered fr military service (syn αποταγμένος, L αποταχθείς):
    • πολλοί έμπειροι αξιωματικοί ήταν απότακτοι, χωρίς ελπίδα να χρησιμοποιηθούν (Seferis) |
    • τον σκότωσαν μολονότι ήταν δημοκρατικός, ~ του '35 (ChZalokostas)

[fr kath απότακτος ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες