Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσχιση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόσχιση η [apósxisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσχίζομαι, απόσπαση ατόμων ή εδαφικής έκτασης από ένα σύνολο και προσάρτησή τους σε κάποιο άλλο σύνολο ή αυτονόμηση: H ~ των στελεχών ενός κόμματος και η προσχώρησή τους σε άλλο. Kαταδικάστηκαν με την κατηγορία ότι ενεργούσαν με στόχο την ~ τμήματος της επικράτειας για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

[λόγ. < αρχ. ἀπόσχι(σις) `διακλάδωση΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποσχίζομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόσχιση [apósçisi] η, (L)
  • ① cleavage, splitting, splintering (near-syn σχίσιμο):
    • τα πιο συνηθισμένα εργαλεία είναι λεπίδες που βγήκαν με ~ με κτυπήματα πάνω σε πολυεδρικούς πυρήνες (NPlaton)
  • ② tearing o.s. away fr, separation, breakaway (near-syn αποδέσμευση 2, απομάκρυνση 1b):
    • ο φεμινισμός σκοπόν έχει την ~ από τον άνδρα, την απομόνωση (Melas) |
    • η ~ της επαρχίας από τη νάρκη πρέπει να προέλθει από τον ίδιο τον εαυτό της (Thrylos)
  • ⓐ secession, defection (syn αποσκίρτηση, αποστασία 2):
    • ~ αντικομφορμιστών καλλιτεχνών |
    • ~ των βασιλοχουντικών από το κόμμα |
    • η έννοια της απόσχισης του Kουρδιστάν σ' ένα δημοκρατικό Iράν είναι απορριπτέα |
    • νόμιμοι εκπρόσωποι της Kυπριακής Δημοκρατίας αναγνωρίζονται ο πρόεδρός της και η κυβέρνησή του, ανεξάρτητα από την ~ των Tούρκων (Christidis, adapted)

[fr kath απόσχισις ← LK, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες