Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσυρση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόσυρση η [apósirsi] Ο33 : η ενέργεια του αποσύρω. 1α. για κτ. που έχει κατατεθεί κάπου και δηλώνεται ότι παύει να ισχύει: Ύστερα από έντονες διαφωνίες της αντιπολίτευσης, έγινε ~ της τροπολογίας. ~ της υποψηφιότητας / της εμπιστοσύνης / της προσφοράς. β. για κτ. που βγαίνει από την κυκλοφορία, που διακόπτεται η κυκλοφορία του εξαιτίας ακαταλληλότητας, παλαιότητας, πλεονασμού κτλ.: Aποφασίστηκε η ~ των παλιών χαρτονομισμάτων. Δε θα ισχύσει φέτος το μέτρο της απόσυρσης των γεωργικών προϊόντων που πλεονάζουν. γ. (ειδικότ.) μέτρο που με διάφορα κίνητρα δίνει τη δυνατότητα σε κατόχους μη καταλυτικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης να τα αντικαταστήσουν με άλλα νέας τεχνολογίας: Mε την ~ του παλιού μου αυτοκινήτου κέρδισα τετρακόσιες χιλιάδες. δ. αποχώρηση κάποιου από κάπου ύστερα από εντολή, απόφαση: ~ των στρατευμάτων κατοχής. 2. για νερό ή άλλο υγρό που υποχωρεί: H άμπωτη είναι το φαινόμενο της απόσυρσης των νερών της θάλασσας.

[λόγ. αποσύρ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόσυρση [apósirsi] η, gen απόσυρσης & αποσύρσεως (L)
  • ① geol etc recession, regression:
    • ~ της θάλασσας
  • ② econ withdrawal (fr the market):
    • η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει την τιμή απόσυρσης των ροδακίνων |
    • λειτουργούν κέντρα αποσύρσεως στο νομό Πιερίας

[fr kath (neol Koumanoudis) απόσυρσις, der of αποσύρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες