Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόσταμα το [apóstama] Ο49 : (λαϊκότρ., λογοτ.) το αποτέλεσμα του αποσταίνω, σωματική ή ψυχική κούραση.
[αποστα- (αποσταίνω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόσταμα [apóstama] το,
- fatigue, tiredness, weariness (syn αποσταμός, αποστασίλα, κάματος L, κόπωση L, κούραση):
- γιατί να του έρχεται ξαφνικά ένα ~ τέτοιο, γιατί τέτοια κούραση να τον πλακώνει; (Psichari)
[der of αποστένω]
- fatigue, tiredness, weariness (syn αποσταμός, αποστασίλα, κάματος L, κόπωση L, κούραση):
[Λεξικό Κριαρά]
- απόσταμα(ν) το,
- βλ. απόστημα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσταμάρα [apostamára] η, s. απόσταμα, το
- :
- από τη μεγάλη του κούραση και τη μεγάλη του ~ (Christovasilis) |
- ο δρόμος της ημέρας κ' η ~
[der of αποσταμός w. suff -άρα]



