Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόσπερμα [apósperma] το, rare
- bad offspring:
- poem κατάρα στης Παντώρας τ' αποσπέρματα (Skipis)
[cpd w. σπέρμα or der of αποσπέρνω]
- bad offspring:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσπερμάτωση [apospermátosi] η, (L)
- emission of semen, ejaculation (syn εκσπερμάτωση L, χύσιμο)
[fr kath (neol) αποσπερμάτωσις, der of *αποσπερματώ]



