Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσπασμα
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόσπασμα το [apóspazma] Ο49 : 1.μεμονωμένο τμήμα γραπτού ή προφορικού λόγου: Πολλά έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων σώθηκαν μόνο σε αποσπάσματα. Στην ομιλία του ο συγγραφέας διάβασε ένα ~ από το τελευταίο βιβλίο του. Δημοσιεύτηκε σε λογοτεχνικό περιοδικό ένα εκτενές ~ από το νέο του μυθιστόρημα. Mεταδόθηκε ένα ~ από τις εργασίες του συνεδρίου. || ~ ποινικού μητρώου / ληξιαρχικής πράξεως, ειδικός τύπος πιστοποιητικού. 2. (στρατ.) τμήμα στρατού ή αστυνομίας που συγκροτήθηκε προσωρινά για να εκτελέσει ορισμένη υπηρεσία: Tιμητικό / εκτελεστικό / καταδιωκτικό ~. Στέλνω κπ. στο ~, τον καταδικάζω σε θάνατο με τουφεκισμό ή τον τουφεκίζω και με επέκταση, τον τιμωρώ πολύ σκληρά.

[λόγ. < αρχ. ἀπόσπασμα `κομμένο κομμάτι΄, σημδ.: 1: νλατ. fragmentum & γαλλ. fragment, extrait· 2: γαλλ. détachement]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόσπασμα [apóspazma] το, (L)
  • ① piece, part, fragment (syn κομμάτι, μέρος, τμήμα):
    • ~ από εφημερίδα newspaper clipping, newspaper snippet (syn απόκομμα 3) |
    • αποσπάσματα από συνομιλίες snatches of conversations |
    • αν είναι ο άνθρωπος το υποκείμενο του αισθητού κόσμου, πρέπει το πνεύμα του να 'ναι ένα ~ του παγκόσμιου πνεύματος (Kanellop)
  • ⓐ selected passage (fr book etc), extract, excerpt, quotation (near-syn χωρίο):
    • ανέκδοτο, χαρακτηριστικό ~ |
    • ~ λογοτεχνικού έργου |
    • ~ από μαθηματική έκθεση |
    • αποσπάσματα από αρχαίους συγγραφείς |
    • naut ~ ημερολογίου abstract of log, log extract |
    • το παρακάτω ~ |
    • οι μεταφραστές θεωρούν ακατόρθωτο το να αποδοθεί ικανοποιητικά το ~ αυτό (Kazantzakis-Kakridis)
  • ② milit etc detachment, detail, posse:
    • ~ αναγνωρίσεως reconnaissance detachment |
    • ~ ασφαλείας security detachment |
    • ~ υγειονομικού medical detachment |
    • ~ |
    • ~ |
    • τιμητικό ~ honor squad |
    • εκτελεστικό ~ firing squad |
    • καταδιωκτικό ~ |
    • οι φίλοι του του 'δωσαν την είδηση πως δεν ήταν στο πανηγύρι αποσπάσματα τούρκικα (Melas) |
    • εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν αστυνομίες, ερχόντουσαν αποσπάσματα (Valtinos) |
    • ένα ~ καλά οπλισμένων πολιτών στάθηκε ανάμεσα στις δυο παρατάξεις (Roufos) |
    • folks. μα βγήκαν τ' αποσπάσματα και κυνηγούν τους κλέφτες (DPetrop)
  • ⓑ specif firing squad:
    • στείλαν άλλους στ' αποσπάσματα κι άλλους στις φυλακές (Psathas) |
    • rembetiko song σαν τον κατάδικο, που περιμένει | μπροστά στ' ~ πριν την αυγή κλ (IPetrop)

[fr kath απόσπασμα ← K, AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσπασματάρχης ο [apospazmatárxis] Ο10 : (στρατ.) διοικητής αποσπάσματος.

[λόγ. αποσπασματ- (απόσπασμα)2 + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef de détachement]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπασματάρχης [apospazmatárçis] ο, (L)
  • commander of military or gendarmery detachment:
    • τους είχαν αποκαρδιώσει ο φόβος του ληστή και το πλιάτσικο του αποσπασματάρχη (Bastias) |
    • βλαστήμαγε τον αποσπασματάρχη που τον είχε πιάσει και τον πρόεδρο που τον είχε δικάσει (Athanas) |
    • γύρω στο τραπέζι είχαν καθίσει ο νωματάρχης, ο κοινοτάρχης, ο ~ και δεν ξέρω ποιος άλλος άρχος με στολή (Prevelakis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποσπασματάρχης, der of απόσπασμα w. suff -άρχης; cf γυμνασιάρχης, καταστηματάρχης etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπασματικά [apospazmatiká] adv (& L αποσπασματικώς) (L)
  • in a fragmentary or piecemeal way, in fragments, in part, partly (near-syn κομματιαστά, τμηματικά):
    • το ανάγλυφο διατηρείται, σώζεται ~ |
    • οι ιδέες του είναι ~ γνωστές |
    • έργα του μεταφράστηκαν αποσπασματικώς |
    • το δράμα μεταδόθηκε ~ από το ραδιόφωνο |
    • δεν έχουμε τη δυνατότητα να δούμε τη ζωή παρά μονάχα ~ και περιορισμένα (Varikas) |
    • τα συγγράμματα των σπουδαίων αυτών φιλοσόφων μάς παραδόθηκαν μόνο ~ (Lambridi) |
    • το βιβλίο έβγαινε απομέσα του ~ (TAthanasiadis) |
    • οι άνθρωποι στα ρεμπέτικα μερικώς και αποσπασματικώς περιγράφονται (IPetrop)

[der of αποσπασματικός οr fr kath (neol Koumanoudis) αποσπασματικώς; cf Fr fragmentairement]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπασματικό [apospazmatikó] το, (L)
  • fragmentary state or nature (syn αποσπασματικότητα):
    • αποδίδει το ~ του σολωμικού έργου στη Zακυνθινή αναμελιά (Melas)

[substantiv. n of αποσπασματικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσπασματικός -ή -ό [apospazmatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μέρος και όχι στο σύνολο, που δεν είναι πλήρης και ολόπλευρος: Έχουμε ελλιπείς πληροφορίες που μας δίνουν μια αποσπασματική εικόνα της κατάστασης. αποσπασματικά ΕΠIΡΡ: H οικονομική κρίση αντιμετωπίζεται πρόχειρα και ~.

[λόγ. αποσπασματ- (απόσπασμα)1 -ικός μτφρδ. γαλλ. fragmentaire]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπασματικός, -ή, -ό [apospazmatikós] (L)
  • fragmentary, partial, piecemeal (near-syn κομματιαστός, τμηματικός):
    • ~ λόγος, στοχασμός |
    • αποσπασματικοί στίχοι |
    • αποσπασματική αφήγηση, έκθεση, επιγραφή, σύνθεση |
    • αποσπασματικές γνώσεις, επιδράσεις, πληροφορίες, φράσεις |
    • αποσπασματικό ανάγλυφο, έργο, κείμενο |
    • η κυβέρνηση δημοσίευσε μόνο αποσπασματικά στοιχεία από την έκθεση |
    • το νομοσχέδιο είναι αποσπασματικό και ατελές |
    • το σύνολο της σολωμικής ποίησης μετά το 1830 έμεινε αποσπασματικό (Spandonidis) |
    • το έργο προσφέρεται για το αποσπασματικό διάβασμα (Chatzinis) |
    • η ομορφιά του καλλιτεχνικού έργου είναι κάτι περισσότερο από την αποσπασματική ομορφιά των μερών του (Andronikos)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποσπασματικός, der of απόσπασμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσπασματικότητα η [apospazmatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποσπασματικού: H ~ των οικονομικών μέτρων ήταν η βασική αιτία της αποτυχίας τους.

[λόγ. αποσπασματικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσπασματικότητα [apospazmatikótita] η, (L)
  • fragmentary state or nature (syn αποσπασματικό):
    • η ~ του έργου του ποιητή |
    • η μέθοδος αυτή δίνει συχνά την εντύπωση της αποσπασματικότητας (Varikas) |
    • την ορμητικότητα της κίνησης με δυσκολία μας επιτρέπει να την ανασυνθέσουμε η ~ της μορφής της θεάς (ADelivorias, adapted)

[fr kath (neol) αποσπασματικότης, der of αποσπασματικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες