Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόσκατα τα [apóskata] Ο41 : (χυδ.) μόνο στην έκφραση σκατά κι ~, για να εκφράσουμε με έμφαση την έννοια της αποτυχίας, της αθλιότητας, της αποδοκιμασίας.
[απο- σκατ(ό) -α, πληθ. του -ο]



