Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόσβεση η [apózvesi] Ο33 : 1.(οικον.) α. αποπληρωμή ενός χρέους. β. μεταφορά της αξίας των πάγιων κεφαλαίων (π.χ. μηχανημάτων, εγκαταστάσεων κτλ.), που φθείρονται εξαιτίας της παραγωγικής διαδικασίας ή του χρόνου, στα προϊόντα ή στις υπηρεσίες που παράγονται ή που προσφέρονται με αυτά. 2. (φυσ.) ~ ταλαντώσεων / ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, εξασθένιση ή εξουδετέρωσή τους που οφείλεται σε απώλειες ενέργειας.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀπόσβε(σις) `σβήσιμο΄ -ση & σημδ. γαλλ. extinction· 2: σημδ. γαλλ. amortissement]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόσβεση [apózvesi] η, gen απόσβεσης & αποσβέσεως (L)
- ① rubbing out, erasing, obliteration (syn σβήσιμο, near-syn απάλειψη 1, εξάλειψη):
- η ~ αυτού του τμήματος του ανάγλυφου υποδηλώνει χρήση διαφορετικού χρώματος (Tsakos)
- ⓐ elimination, extinction (near-syn απάλειψη 2):
- ποτέ δεν θα επιδοκίμαζε ο Aριστοτέλης την ~ των παθών, γιατί δεν τα θεωρούσε αυτά καθαυτά αδυναμίες (Papanoutsos)
- ② electr fading, attenuation, damping (near-syn εξασθένιση):
- ~ σήματος |
- σύρματα αποσβέσεως damping wires |
- σύστημα αποσβέσεως Henuator
- ⓑ loss of clarity, gradual disappearance, fading:
- το μέγεθος μικραίνει σε αναλογία με την ~ των χρωμάτων· τότε παύομε να διακρίνουμε τα μέρη του (Michelis)
- ③ law, econ. etc annulment, liquidation, extinction (near-syn απάλειψη 3, κατάλυση, παραγραφή):
- ~ εγγύησης |
- ~ |
- έχουν ήδη γίνει οι αποσβέσεις των χρεών αυτής της κατηγορίας στα λογιστικά βιβλία της τράπεζας (Papanoutsos)
- ⓒ paying off gradually, redemption (syn εξόφληση):
- ~ δανείου, οφειλής, υποθήκης |
- πίνακας αποσβέσεως redemption table |
- να δεχθούν ως μέσον πληρωμής για την μακροπρόθεσμη ~ της αξίας των κεφαλαιουχικών αγαθών ελληνικά γεωργικά προϊόντα (Angelop)
- ⓓ gradual loss of value, writing off, amortization, depreciation:
- ~ κεφαλαίων, μηχανημάτων |
- ποσοστό αποσβέσεως amortization quota |
- αποθεματική ~ reserve for depreciation |
- πρέπει να ληφθούν μέτρα, ώστε η φορολογική οφειλή να εξοφλείται στο ακέραιον και να μην υφίσταται την έμμεση με τον πληθωρισμό ~ (Angelop)
[fr kath απόσβεσις ← MG (5th c.) ← AG]
- ① rubbing out, erasing, obliteration (syn σβήσιμο, near-syn απάλειψη 1, εξάλειψη):