Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόρτ [apórt] το, (L)
- faculty for or act of retrieving the prey (by hunting dog) (syn απορτάρισμα):
- χρειάζεται σκυλί με καλό ~ στο κυνήγι μπεκατσινιού, για να μπορεί να φέρνει τα σκοτωμένα θηράματα |
- τόνε δέσανε (το σκύλο), να δούνε πώς θα τα καταφέρει να κάνει το ~ (Myriv)
[fr Fr apporte 'id.']
- faculty for or act of retrieving the prey (by hunting dog) (syn απορτάρισμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορτάρισμα [aportárizma] το, (L) = απόρτ
- :
- οι μπεκατσινάδες έχουν σκυλιά γυμνασμένα για το σήκωμα και το ~
[der of *απορτάρω, this der of απόρτ; cf MG (Kriaras' Lex) απορτάρω 'mention']
[Λεξικό Κριαρά]
- απορτάρω.
-
- (Προκ. για σύγγραμμα ή συγγραφέα) αναφέρω, μνημονεύω:
- (Στάθ. Γ´ 257).
[<ιταλ. apportare]
- (Προκ. για σύγγραμμα ή συγγραφέα) αναφέρω, μνημονεύω:



