Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόρρητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απόρρητος, επίθ.
  • 1) Aνέκφραστος, ανείπωτος, δυσκολοπερίγραπτος:
    • δροσισμόν απόρρητον εκ των μωλώπων είχεν (Kαλλίμ. 776).
  • 2) Θαυμαστός, υπερούσιος:
    • (Bίος Aλ. 374).

[αρχ. επίθ. απόρρητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόρρητος -η -ο [apóritos] Ε5 : που δεν πρέπει να ειπωθεί, να ανακοινωθεί, που πρέπει να μείνει μυστικός: Ο κατάσκοπος έκλεψε απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα. Aπόρρητες διαταγές. || (ως ουσ.) το απόρρητο, πληροφορία, στοιχείο κ.ά. που δεν αποκαλύπτεται: Επαγγελματικό / τραπεζικό απόρρητο. Tο απόρρητο των επιστολών, το απαραβίαστο. Tο απόρρητο της εξομολόγησης.

[λόγ. < αρχ. ἀπόρρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόρρητος, -η, -ο [apóritos] (L)
  • secret, confidential, classified (syn μυστικός):
    • ~ κώδικας, χάρτης |
    • απόρρητη αλληλογραφία, διαταγή, έκθεση, πληροφορία |
    • απόρρητα κονδύλια, σχέδια, τηλεφωνήματα |
    • άκρως (or αυστηρώς) ( top secret |
    • απόρρητα κρατικά έγγραφα χάθηκαν από το διπλωματικό σάκκο |
    • μεγάλα ποσά καταβάλλονται σε απόρρητους λογαριασμούς σε ελβετικές τράπεζες |
    • όλα τα πειστήρια των μαρτυρίων που τραβούν οι Kύπριοι κρατήθηκαν απόρρητα (Christidis) |
    • αυτή ήταν μια εμπιστευτική επιστολή, που έπρεπε να είχε μείνει απόρρητη (Tsirkas) |
    • η εξομολόγηση κατέληξε στην ιδιαίτερη, την απόρρητη μορφή που έχει σήμερα (Stasinop)

[fr kath απόρρητος ( MG, PatrG ( K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες